-
1 απαρθενευτος
-
2 απαρθενος
21) Theocr. = ἀπαρθένευτος См. απαρθενευτος2) не познавшая девичьих радостейπαρθένος ἀ. Eur. — несчастная дева (о Поликсене, обрученной с тенью Ахилла)
См. также в других словарях:
ἀπαρθένευτος — unmaidenly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρθένευτος — (I) ἀπαρθένευτος, ον (Α) ανάρμοστος σε παρθένα. (II) ἀπαρθένευτος, ον (Α) παρθενικός … Dictionary of Greek
ἀπαρθένευτον — ἀπαρθένευτος unmaidenly masc/fem acc sg ἀπαρθένευτος unmaidenly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρθένευτα — ἀπαρθένευτος unmaidenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρθένευτ' — ἀπαρθένευτα , ἀπαρθένευτος unmaidenly neut nom/voc/acc pl ἀπαρθένευτε , ἀπαρθένευτος unmaidenly masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)