Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπαρθένευτος

См. также в других словарях:

  • ἀπαρθένευτος — unmaidenly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαρθένευτος — (I) ἀπαρθένευτος, ον (Α) ανάρμοστος σε παρθένα. (II) ἀπαρθένευτος, ον (Α) παρθενικός …   Dictionary of Greek

  • ἀπαρθένευτον — ἀπαρθένευτος unmaidenly masc/fem acc sg ἀπαρθένευτος unmaidenly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρθένευτα — ἀπαρθένευτος unmaidenly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρθένευτ' — ἀπαρθένευτα , ἀπαρθένευτος unmaidenly neut nom/voc/acc pl ἀπαρθένευτε , ἀπαρθένευτος unmaidenly masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»