-
1 απαρηγορητος
21) непобедимый, неукротимый(ἔρως ἀρχῆς Plut.)
2) неутешный, не слушающий уговоров(φυγάδες Plut.)
3) неумолимый, злобный(κυνάρια Plut.)
-
2 δυσπαρηγορητος
1 απαρηγορητος
(ἔρως ἀρχῆς Plut.)
(φυγάδες Plut.)
(κυνάρια Plut.)
2 δυσπαρηγορητος