-
1 απαρηγόρητος
-
2 ἀπαρηγόρητος
-
3 απαρηγορητος
21) непобедимый, неукротимый(ἔρως ἀρχῆς Plut.)
2) неутешный, не слушающий уговоров(φυγάδες Plut.)
3) неумолимый, злобный(κυνάρια Plut.)
-
4 ἀπαρηγόρητος
ἀπαρηγόρητος, ον,II not to be controlled, Men.798, Plu.Mar.2, Ant.6; inexorable, Hp.Decent.4. Adv.- τως
inflexibly,Ph.
2.196.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαρηγόρητος
-
5 απαρηγόρητος
η, ο [ος, ον ] безутешный, неутешный; безысходный;απαρηγόρητοςη χήρα (θλίψη) — безутешная вдова (скорбь);
απαρηγόρητοςη λύπη — безысходное горе
-
6 απαρηγόρητος
[аларигоритос] επ безутешный. -
7 ἀπαρηγόρητος
ἀ-παρ-ηγόρητος, nicht zuzureden, untröstlich; auch: unersättlich -
8 απαρηγορήτως
-
9 ἀπαρηγορήτως
-
10 απαρηγόρητον
ἀπαρηγόρητοςunconsoled: masc /fem acc sgἀπαρηγόρητοςunconsoled: neut nom /voc /acc sg -
11 ἀπαρηγόρητον
ἀπαρηγόρητοςunconsoled: masc /fem acc sgἀπαρηγόρητοςunconsoled: neut nom /voc /acc sg -
12 απαραμύθητος
η, ο [ος, ον ] см. απαρηγόρητος -
13 απαρηγορήτοις
-
14 ἀπαρηγορήτοις
-
15 απαρηγορήτου
-
16 ἀπαρηγορήτου
-
17 απαρηγορήτω
-
18 ἀπαρηγορήτῳ
-
19 απαρηγορήτων
-
20 ἀπαρηγορήτων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπαρηγόρητος — unconsoled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρηγόρητος — η, ο (AM ἀπαρηγόρητος, ον) αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος αρχ. 1. ασυγκράτητος, αχόρταγος 2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος 3. αδυσώπητος («ἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.) … Dictionary of Greek
απαρηγόρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν παρηγοριέται, απαραμύθητος: Ήταν απαρηγόρητη για το θάνατο του παιδιού της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαρηγορήτως — ἀπαρηγόρητος unconsoled adverbial ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγόρητον — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem acc sg ἀπαρηγόρητος unconsoled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγορήτοις — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγορήτου — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγορήτων — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγορήτῳ — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγόρητα — ἀπαρηγόρητος unconsoled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρηγόρητοι — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)