-
1 αερομιγης
-
2 αμιγης
-
3 γεωμιγης
-
4 ηδυμιγης
-
5 θερμομιγης
-
6 θηρομιγης
-
7 ιομιγης
-
8 ξυμμιγης
21) смешанный, разнородный(βοσκήματα Soph.)
κεχωρισμένος ἢ σ. Plat. — обособленный (чистый) или смешанный;αἱματηρὸς πέλανος Σκύθης Θρῄξ τε σ. φόνος Eur. — кровь скифская, смешавшаяся с фракийской;πόνοι νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Aesch. — новые беды, прибавившиеся к старым несчастьям2) смешанный, беспорядочный(ἤχη Plut.)
τεύχη συμμιγῆ Eur. — разбросанные в беспорядке сосуды3) совместный, общий4) плотный, густой(σκιά Plat.; δρυμός Plut.)
5) мутный(ὅ Νεῖλος Plut.)
-
9 παμμιγης
2чрезвычайно смешанный, весьма разнообразный(βέλεα Aesch.; σύμμαχοι Diod.; παρασκευή Luc.; θόρυβοι Plut.)
-
10 πολυμιγης
ион. πουλυμῐγής 21) смешанный из многих элементов(γονή Arst.)
2) беспорядочный(βληχέ τοκάδων Anth.)
-
11 συμμιγης
21) смешанный, разнородный(βοσκήματα Soph.)
κεχωρισμένος ἢ σ. Plat. — обособленный (чистый) или смешанный;αἱματηρὸς πέλανος Σκύθης Θρῄξ τε σ. φόνος Eur. — кровь скифская, смешавшаяся с фракийской;πόνοι νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Aesch. — новые беды, прибавившиеся к старым несчастьям2) смешанный, беспорядочный(ἤχη Plut.)
τεύχη συμμιγῆ Eur. — разбросанные в беспорядке сосуды3) совместный, общий4) плотный, густой(σκιά Plat.; δρυμός Plut.)
5) мутный(ὅ Νεῖλος Plut.)
См. также в других словарях:
μιγής — μιγής, ές (Α) μικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ αποκοπήν τού β συνθετικού από σύνθ. σε μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] … Dictionary of Greek
μιγῇς — μίγνυμι mix aor subj pass 2nd sg μῑγῇς , μίγνυμι mix aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγῆ — μιγής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μιγής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μιγής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
θολομιγής — θολομιγής, ές (Α) ανακατωμένος με πηλό, με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + μιγής (< θ. μιγ πρβλ. ε μίγ ην τού μ(ε)ίγνυμι*), πρβλ. α μιγής, αμφι μιγής, θερμο μιγής] … Dictionary of Greek
ηδυμιγής — ἡδυμιγής, δωρ. τ. ἁδυμιγής, ές (Α) αυτός που έχει αναμιχθεί ευχάριστα, που αποτελεί ευχάριστο μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek
θαλασσομιγής — θαλασσομιγής, ές (Α) ανάμικτος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μιγής < θ. μιγ. , πρβλ. μιγάς, εμίγην τού μείγνυμι), πρβλ. αερο μιγής, πολυ μιγής] … Dictionary of Greek
θερμομιγής — θερμομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + μιγής (< θ. μιγ , πρβλ. εμίγην τού μ[ε]ίγνυμι*), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek
θηριομιγής — θηριομιγής, ές (Μ) ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το άλλο ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μιγής (< μείγνυ μι), πρβλ. α μιγής, παμ μιγής] … Dictionary of Greek
θηρομιγής — θηρομιγής, ές (Α) 1. (για τους Κενταύρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θηρίο 2. όμοιος με τών θηρίων («θηρομιγής ὠρυγή» κραυγή που μοιάζει με αυτήν τού θηρίου, Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] … Dictionary of Greek
ιομιγής — ἰομιγής, ές (Α) αναμεμιγμένος με δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. μυρτο μιγής, ψυχο μιγής] … Dictionary of Greek