-
1 αμαθης
21) непросвещенный, неученый, невежественный(τινος Thuc., Eur., περί τινος, πρός τι и τι Plat.)
ὄνειδος ἀμαθές Eur. — неосновательное порицание2) тупой, непонятливый(ὗς ἄγριος Arst.)
3) грубый(παρρησία Eur.; δύναμις Plut.)
4) неведомыйἀ. ἔρρει Eur. — он погиб без вести
-
2 αρτιμαθης
-
3 αυτομαθης
-
4 δυσμαθης
21) с трудом постигаемый, неудобопонятный(τὰ πυθόκραντα Aesch.)
δ. ἰδεῖν Eur. — неузнаваемый2) с трудом познающий, плохо понимающий Plat. -
5 ευμαθης
21) способный к учению, легко воспринимающий, хорошо усваивающий, понятливый Plat., Dem., Arst.2) легкий для понимания, легко усваиваемый(εὔγνωστος καὴ εὐ. Xen.; εὐ. καὴ εὐμνημόνευτος Arst.)
3) легко узнаваемый, хорошо знакомый(φώνημα Soph.)
-
6 οψιμαθης
21) начинающий (начавший) поздно учиться(ὀ. τῶν πλεονεξιῶν Xen.)
2) поздно знакомящийся, поздно начинающий понимать(ὀ. τῆς ἀδικίας Plat.)
3) недоучившийся, полуобразованный Polyb., Plut. -
7 παιδομαθης
-
8 πολυμαθης
-
9 σχετλιαζω
изливаться в жалобах, жаловаться, сетовать, негодовать(ἐπί τινι Dem. и τι Plut.)
οὐ δεῖ σ. πρὴν ἂν μάθῃς Arph. — не следует возмущаться прежде, чем не узнаешь (в чем дело) -
10 φιλομαθης
21) любознательный, пытливый Xen., Isocr.οἱ ὀρθῶς φιλομαθεῖς Plat. — люди, действительно стремящиеся к знанию
2) старательный, усердный -
11 χρηστομαθης
См. также в других словарях:
-μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… … Dictionary of Greek
μάθης — μάθη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάθῃς — μάθη fem dat pl (epic) μανθάνω learn aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μὴ ἄρχε, πρὶν ἄρχεσθαι μάθης. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μάθηις — μάθῃς , μάθη fem dat pl (epic) μάθῃς , μανθάνω learn aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμαθής — ές (ΑΜ εὐμαθής, ές) 1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής 2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση αρχ. 1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός 2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή… … Dictionary of Greek
ευρυμαθής — ές αυτός που έχει ευρεία μάθηση, πλούτο γνώσεων, ο πολυμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + μαθής (< μάθος), πρβλ. α μαθής, πολυ μαθής] … Dictionary of Greek
ημιμαθής — ές (Α ἡμιμαθής, ές) αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. α μαθής πολυ μαθής] … Dictionary of Greek
ιταλομαθής — ές αυτός που γνωρίζει και χειρίζεται καλά τα ιταλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + μαθής (< μάθος, το < μανθάνω), πρβλ. αγγλο μαθής, γαλλο μαθής] … Dictionary of Greek
κακομαθής — ές (Α κακομαθής, ές) αυτός που μαθαίνει κάτι δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μαθής (< μάθος), πρβλ. φιλο μαθής, χρηστο μαθής] … Dictionary of Greek
ισπανομαθής — ές ο κάτοχος, ο γνώστης τής ισπανικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱσπανός + μαθής (< μάθος < θ. μαθ. τού μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. ελληνο μαθής] … Dictionary of Greek