-
1 αμαθης
21) непросвещенный, неученый, невежественный(τινος Thuc., Eur., περί τινος, πρός τι и τι Plat.)
ὄνειδος ἀμαθές Eur. — неосновательное порицание2) тупой, непонятливый(ὗς ἄγριος Arst.)
3) грубый(παρρησία Eur.; δύναμις Plut.)
4) неведомыйἀ. ἔρρει Eur. — он погиб без вести
-
2 ἀμαθής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀμαθής
-
3 αμαθής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αμαθής
-
4 αμαθής
ης, ες 1. неграмотный, невежественный; незнающий, несведущий;2. (ο) невежда, неуч -
5 ἀμαθής
неученый, невежественный, непросвещенный; как сущ. невежда.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀμαθής
-
6 ἀμαθής
невежественный, необразованный, неуч -
7 αμαθής
[аматис] επ неграмотный, незнающий. -
8 α-
ἀ-(ᾰ) приставка со знач.:1) отсутствия (ἀ privativum), соотв. русск. не- , без-2) совместности, объединения (ἀ copulativum), соотв. русск. равно-, одно- , совместно, со-3) усиления (ἀ intensivum), соотв. русск. сильно, весьма(ἄξυλος, ἄβρομος)
4) чисто фонетическая приставка, не влияющая на смысл слова (ἀ protheticum, тж. paremphaticum, euphonicum)(ἀβληχρός вм. βληχρός)
-
9 261
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 261
См. также в других словарях:
ἁμαθής — ἀμαθής , ἀμαθής ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθής — ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμάθης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαθής — ές (Α ἀμαθής) 1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός) 2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος 3. ανόητος, βλάκας αρχ. 1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος 2.… … Dictionary of Greek
αμαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, απαίδευτος: Θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο, αλλά ήταν αμαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρεῖττον ὀψιμαθὴς ἢ ἀμαθής. — См. Лучше поздно, чем никогда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀμαθῆ — ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμαθής ignorant masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμαθής ignorant masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθέστερον — ἀμαθής ignorant adverbial comp ἀμαθής ignorant masc acc comp sg ἀμαθής ignorant neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀμαθής — ἀμαθής , ἀμαθής ignorant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθεστάτων — ἀμαθής ignorant fem gen superl pl ἀμαθής ignorant masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαθεστέρων — ἀμαθής ignorant fem gen comp pl ἀμαθής ignorant masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)