-
1 μολγός
μολγός, ὁ, ein Sack von Rindsleder, tarentinisch nach Poll. 10, 187. – Bei Ar. Equ. 957, ἀλλ' ἐὰν τούτῳ πίϑῃ, μολγὸν γενέσϑαι δεῖ σε, war das Wort schon den alten Erkl. unklar, die es theils πένης, παρὰ τὸ ἀμέλγεσϑαι καὶ ζημιοῦσϑαι erkl., gleichsam gemelkt, oder = ἀμολγός, ἀμολγοὺς δὲ τοὺς ἀμέλγοντας τὰ κοινά, oder κλέπτην τῶν δημοσίων, der öffentliche Gelder angreift, wie Voß übersetzt »Melker«; doch liegt gewiß, wie das entsprechende ψωλὸν γενέσϑαι μέχρι τοῠ μυῤῥίνου, eine Zweideutigkeit darin. Andere Deutungen γλαυκός, βραδύς sind unverständlich. Der Schol. citirt auch aus Ar. αἵνειν μολγόν = ἀσκὸν δέρειν, vgl. Poll. a. a. O.
-
2 μολγός
μολγός, ὁ, ein Sack von Rindsleder; gleichsam gemelkt; ἀμολγός, ἀμολγοὺς δὲ τοὺς ἀμέλγοντας τὰ κοινά, oder κλέπτην τῶν δημοσίων, der öffentliche Gelder angreift, 'Melker' -
3 βου-μολγός
βου-μολγός, ὁ, Kühemelker, Eryc. 3 (VI, 255).
-
4 ἀ-μολγός
ἀ-μολγός, ὁ (ἀμέλγω), eigentl. das Melken, die Melkzeit; man muß annehmen, daß in alter Zeit von einem strotzenden Euter gesagt wurde, es sei ἐν ἀμολγῷ, s. Buttmann Lexil. 2, 39; so erklärt es sich, daß man überhaupt ἀμολγός = ἀκμή gebrauchte, Culminationspunct, Scholl. u. Eustath. Iliad. 15, 324 p. 1018, 21; vgl. Athen. 3. 115 a Scholl. Hes. O. 590 Etym. m. s. v. μάζα; Hom. fünfmal, νυκτὸς ἀμολγῷ Versende Iliad. 11, 173. 15, 324. 22, 28. 317 Od. 4, 841, in der Tiefe der Nacht, in der Mitte der Nacht, ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ Iliad. 11, 173, μελαίνης νυκτὸς ἀμολγῷ 15, 324; – Hymn. Merc. 7 u. H. 17, 7 νυκτὸς ἀμολγῷ Versende; Aesch. Heliad. frg. Ath. XI, 469 e προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν; Eur. Phaeth. frg. Paris. 2, 6 οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε εἴ ποό τίς ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών; Alcmen. frgm. bei Hesych. ἀμολγὸν νύκτα Εὐριπίδης Ἀλκμήνῃ ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν; Orph. H. 34, 12 ὕπερϑέ τε καὶ δι' ἀμολγοῠ νυκτὸς ἐν ἡσυχίῃσιν.
-
5 μόργος
-
6 μόλγης
μόλγης, ὁ, = μολγός.
-
7 ἀμολγός
ἀ-μολγός, eigentl. das Melken, die Melkzeit; von einem strotzenden Euter; in der Tiefe der Nacht, in der Mitte der Nacht -
8 βουμολγός
См. также в других словарях:
μολγός — μολγός, ὁ (Α) 1. (στη γλώσσα τών Ταραντίνων) σάκος ή ασκός από δέρμα βοδιού 2. μοχθηρός 3. ακόλαστος, ασελγής 4. (κατά τον Ησύχ.) κλέπτης 5. φρ. α) «μολγὸν γενέσθαι δεῑ σε» πρέπει να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το τομάρι, Αριστοφ. β. «μολγὸν… … Dictionary of Greek
μολγός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγοί — μολγός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγοῦ — μολγός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγούς — μολγός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγῶ — μολγός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγῷ — μολγός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγόν — μολγός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
molko- — molko English meaning: leather pouch Deutsche Übersetzung: “Ledersack, Ledertasche” Material: O.H.G. malaha, M.H.G. malhe “Ledertasche”, O.Ice. malr ‘sack, bag”, Gk. tarent. μολγός ‘sack, bag from Rindsleder”; die Unstimmigkeit in … Proto-Indo-European etymological dictionary
Κυναμολγοί — Κυναμολγοί, οἱ (Α) 1. αρχαία λιβυκή φυλή που κατοικούσε στην περιοχή τού Ισημερινού 2. σκύλοι που τρέφονταν με γάλα αγελάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + αμολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός] … Dictionary of Greek
ιππημολγός — ἱππημολγός, ὁ (Α) (για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός, Κυν αμολγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek