-
1 πολυ-μηχανία
πολυ-μηχανία, ἡ, ion. -ίη, Reichthum an Kunstgriffen, Erfindsamkeit, Od. 23, 321 u. sp. D., wie Maneth. 6, 483, im plur.; auch Plut. Lac. apophth. p. 238.
-
2 κακο-μηχανία
κακο-μηχανία, ἡ, erfinderische Bosheit, arglistige Handlungsweise, Luc. Phalar. 1, 12 u. a. Sp.
-
3 εὖ-μηχανία
εὖ-μηχανία, ἡ, Geschicklichkeit, Etwas zu bewerkstelligen, Erfindungskraft: εὐμαχανίαν ἔφανας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν Pind. I. 3, 20; Sp., ϑαυμάζοντες τῆς τύχης τὴν εὐμηχανίαν Plut. Timol. 16.
-
4 βιο-μηχανία
βιο-μηχανία, ἡ, Betriebsamkeit im Verschaffen des Lebensunterhaltes, Antipho bei Poll. 7, 189.
-
5 ἀ-μηχανία
ἀ-μηχανία, ἡ, Rathlosigkeit, Verlegenheit, Hom. einmal, Od. 9, 295 ἀμηχανίη δ' ἔχε ϑυμόν; – übh. Noth, öfter Her., der 8, 111 als Göttinnen Πενίη u. Ἀμ. ueben einander stellt; ähnl. Hes. κακοῠ χειμῶνος ἀμ. σὺν πενίῃ O. 496; εἰς κίνδυνον καὶ ἀμηχανίαν καϑιστάναι Andoc. 2, 8; bei Xen. Oec. 9, 1 der εὐπορία entgegenstehend; ἀμηχανίᾳ συνέχονται, sie leiben Mangel, Oec. 1, 21.
-
6 ἀμηχανία
ἀ-μηχανία, Ratlosigkeit, Verlegenheit; übh. Not -
7 βιομηχανία
-
8 εὖμηχανία
εὖ-μηχανία, ἡ, Geschicklichkeit, etwas zu bewerkstelligen, Erfindungskraft -
9 κακομηχανία
κακο-μηχανία, ἡ, erfinderische Bosheit, arglistige Handlungsweise -
10 πολυμηχανία
πολυ-μηχανία, ἡ, ion. - ίη, Reichtum an Kunstgriffen, Erfindsamkeit
См. также в других словарях:
μηχανία — μηχανία, ἡ (ΑΜ, Α ποιητ. τ. μηχανίη, Μ και μηχανιά) δόλος, πανουργία, απάτη, τέχνασμα, παγίδα μσν. φρ. «μπαίνω εἰς μηχανίαν μετά τινος» σχεδιάζω κάτι με κάποιον ή κάνω συμφωνία με κάποιον σκεπτόμενος πονηρά ή υστερόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή +… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek