-
1 εὐπορία
εὐ-πορία, ἡ, der Zustand des εὔπορος (leichter, bequemer Weg), Leichtigkeit etwas zu tun; ναῦς γὰρ εὐπορία ἦν ποιεῖσϑαι αὐτόϑεν, man konnte dort leicht Schiffe bauen; αἱ εἰς τὸν βίον εὐπορίαι, der Unterhalt; ἡ εὐπορία ohne Zusatz = Lebensmittel, Zufuhr. Allgemeiner ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία, gegenseitige Unterstützung; τῆς τύχης, Gunst des Schicksals. Übh. Vermögen, Wohlhabenheit. Übertr., vom Geist, der ἀμηχανία, ἀπορία entggstzt -
2 εὐ-πορία
εὐ-πορία, ἡ, der Zustand des εὔπορος (im eigtl. Sinne, leichter, bequemer Weg, wird es Empedocl. 253 u. Xen. An. 7, 6, 37 ὅτι πολλὴ ὑμῖν εὐπορία φαίνεται καὶ πλέετε ἔνϑα δὴ ἐπιϑυμεῖτε πάλαι erkl., Halbkart aber übersetzt frei, doch richtig: da sich euch die Aussicht eröffnet gut versorgt zu werden), Leichtigkeit Etwas zu thun; ναῦς γὰρ εὐπορία ἦν ποιεῖσϑαι αὐτόϑεν, man konnte dort leicht Schiffe bauen, Thuc. 4, 52; εὐπορία ἀνϑρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται Plat. Prot. 321 e, wie αἱ εἰς τὸν βίον εὐπορίαι, der Unterhalt, D. Hal.; ἡ εὐπορία ohne Zusatz = Lebensmittel, Zufuhr, Plut.; vgl. Poll. 1, 51. – Allgemeiner ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία, gegenseitige Unterstützung, Isocr. 6, 67; τῆς τύχης, Gunst des Schicksals, Thuc. 3, 45. Uebh. Vermögen, Wohlhabenheit, χρημάτων Xen. Hell. 4, 8, 28; Cyr. 3, 3, 7; Dem. u. a. Redner u. Sp., σταχύων ἄφϑονος εὐπ. Agath. 71 (XI, 365). Uebertr., vom Geist, der ἀμηχανία, ἀπορία entggstzt, wie εὐπορεῖν, Plat. Phil. 15 c; Arist. oft, z. B. Metaph. 2, 1, 2.
-
3 πορία
πορία, ἡ, = εὐπορία, sehr zw.
-
4 εὐ-καιρία
εὐ-καιρία, ἡ, die rechte, schickliche Zeit, Ggstz ἀκαιρία, Plat. Phaedr. 272 a; τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν ὑπὲρ ὧν ἂν ἀεὶ τυγχάνῃ διαλεγόμενος, dem bloßen εὐπορία entgegengesetzt, das was sich schickt, was die rechte Zeit ist zu sagen; Sp., κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν D. Hal. C. V. p. 181; – τῶν πόλεων, die rechte, passende Lage, Pol. 29, 3. – Reichthum, Glück, κεκολακευκέναι τὴν Ἀγαϑοκλέους εὐκαιρίαν Pol. 15, 31, 7, öfter; κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας, nach seinem Vermögen, 1, 59, 7; μεγάλην εὐκαιρίαν ἔχειν παρά τινι, große Macht, Einfluß haben, 31, 21, 3.
-
5 ἀ-μηχανία
ἀ-μηχανία, ἡ, Rathlosigkeit, Verlegenheit, Hom. einmal, Od. 9, 295 ἀμηχανίη δ' ἔχε ϑυμόν; – übh. Noth, öfter Her., der 8, 111 als Göttinnen Πενίη u. Ἀμ. ueben einander stellt; ähnl. Hes. κακοῠ χειμῶνος ἀμ. σὺν πενίῃ O. 496; εἰς κίνδυνον καὶ ἀμηχανίαν καϑιστάναι Andoc. 2, 8; bei Xen. Oec. 9, 1 der εὐπορία entgegenstehend; ἀμηχανίᾳ συνέχονται, sie leiben Mangel, Oec. 1, 21.
-
6 εὐκαιρία
εὐ-καιρία, ἡ, die rechte, schickliche Zeit, Ggstz ἀκαιρία; τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν ὑπὲρ ὧν ἂν ἀεὶ τυγχάνῃ διαλεγόμενος, dem bloßen εὐπορία entgegengesetzt: das was sich schickt, was die rechte Zeit ist zu sagen; τῶν πόλεων, die rechte, passende Lage. Reichtum, Glück; κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας, nach seinem Vermögen; μεγάλην εὐκαιρίαν ἔχειν παρά τινι, große Macht, Einfluß haben
См. также в других словарях:
εὐπορία — εὐπορίᾱ , εὐπορία ease fem nom/voc/acc dual εὐπορίᾱ , εὐπορία ease fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπορία — η (ΑΜ εὐπορία) [εύπορος] το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια νεοελλ. μσν. η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα») μσν. αρχ. η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να … Dictionary of Greek
εὐπορίᾳ — εὐπορίαι , εὐπορία ease fem nom/voc pl εὐπορίᾱͅ , εὐπορία ease fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπορία — η η κατάσταση του εύπορου, άνεση υλική, ευημερία, πλούτος (αντίθ. απορία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπορίας — εὐπορίᾱς , εὐπορία ease fem acc pl εὐπορίᾱς , εὐπορία ease fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαι — εὐπορία ease fem nom/voc pl εὐπορίᾱͅ , εὐπορία ease fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαν — εὐπορίᾱν , εὐπορία ease fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποριῶν — εὐπορία ease fem gen pl εὐπορίζω supply fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαις — εὐπορία ease fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίη — εὐπορία ease fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίην — εὐπορία ease fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)