-
1 Κρατης
1) представитель староатт. комедии, серед. V в. до н.э. Arph., Arst., Diog.L.2) родом из Фив, ученик Диогена Синопского, философ кинической школы 2-ой половины IV в. до н.э. Luc., Diog.L.3) родом из Маллоса, в Киликии, основатель пергамской школы грамматиков; умер в середине II в. до н.э. Diog.L.4) родом из Афин, ученик Полемона, философ академической школы, 1-я пол. III в. до н.э. Plut. -
2 ακρατης
21) немощный(γῆρας Soph.)
τοῦ σώματος παρεθέντος ἀ. γενέσθαι Plut. — физически обессилеть;ἀ. ἐγένετο τῶν κεράτων τοῦ κριοῦ Luc. — (Гелла) не смогла удержаться за рога барана;ἀ. εἵργεσθαί τινος Plat. — неспособный удержаться от чего-л.2) неспособный совладать, невоздержный, неумеренный(τινος Aesch., Xen., Plat., Arst., Plut., πρός и περί τι Arst., Plut.)
3) несдержанный, разнузданный (sc. ἄνδρες Xen., Arst.: στόμα Arph.)4) непомерный, чрезмерный(δαπάνη Anth.)
-
3 αυτοκρατης
-
4 δικρατης
21) двоевластныйδικρατεῖς Ἀτρεῖδαι Soph. — оба властителя Атрида (т.е. Агамемнон и Менелай)
2) побеждающий или сразивший обоихδικρατεῖς λόγχαι Soph. — копья, победившие обоих ( которыми Этеокл и Полиник убили друг друга)
-
5 εγκρατης
21) сильный, крепкий(σθένος Aesch.; σώματα Xen.; ἀκρωτήρια Arst.)
2) твердый(σίδηρος Soph.)
3) властвующий, царствующий(Πόλυβος Soph.)
4) обладающий, владеющий(τῆς Ἑλλάδος Her.; τοῦ ἄλλου, sc. χωρίου Thuc.)
ἐ. τῆς νίκης Plut. — одержавший победу5) умеющий пользоватьсяἐ. ἑαυτοῦ Plat. — владеющий собой6) воздержный, умеренный(ἐ. καὴ σώφρων Arst.; ἐ. γαστρὸς καὴ ποτοῦ Xen.)
-
6 επικρατης
2(только compar.) сильный, мощный, победоносныйἐπικρατέστερον τῇ μάχῃ γίγνεσθαι Thuc. — побеждать в сражении;
κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον Diod. — победоносно -
7 θηλυκρατης
-
8 ισοκρατης
2обладающий равной силой, равноправный(ἰσοκρατεῖς καὴ ὁμότιμοι Plut.)
ἰσοκρατέες ὁμοίως αἱ γυναῖκες τοῖσι ἀνδράσι Her. — (у исседонов) женщины совершенно равноправны с мужчинами -
9 μεγαλοκρατης
-
10 ναυκρατης
-
11 παγκρατης
21) всевластный, всемогущий(Ζεύς Aesch., Soph.; Ἀπόλλων Eur.; κόρα, sc. Ἀθηνᾶ Arph.; ἕδραι, sc. Διός Aesch.)
2) победоносный(φονεύς τινος Aesch.)
3) всепобеждающий, овладевающий всем(χρόνος, ὕπνος, τὸ σέλας Soph.)
-
12 περικρατης
-
13 πολυκρατης
-
14 ωμοκρατης
-
15 ισοκράτημα
ισοκράτημα τοдержание звука на одной ноте. Этот прием применяется в византийской церковнопевческой традицииЭтим.< ισο- + -κρατης < κρατώ «равный, одинаковый + держать»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ισοκράτημα
См. также в других словарях:
Κράτης — masc nom sg Κράτης nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θηβαίος κυνικός φιλόσοφος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη του Σινωπέα. Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στο Κοινό των Βοιωτών, παντρεύτηκε την Ιππαρχία, νέα με… … Dictionary of Greek
κρατῆς — κρατέω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) κρατύς strong masc nom pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατῇς — κρατέω to be strong pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτης — κρατέω to be strong imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτει — Κράτης neut nom/voc/acc dual (attic epic) Κράτεϊ , Κράτης neut dat sg (epic ionic) Κράτης neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτη — Κράτης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Κράτης neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κράτης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρατέων — Κράτης neut gen pl (epic doric ionic aeolic) Κράτης masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρατῶν — Κράτης neut gen pl (attic epic doric) Κράτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράται — Κράτης masc nom/voc pl Κράτᾱͅ , Κράτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτεα — Κράτης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) Κράτης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)