-
1 ακρατης
21) немощный(γῆρας Soph.)
τοῦ σώματος παρεθέντος ἀ. γενέσθαι Plut. — физически обессилеть;ἀ. ἐγένετο τῶν κεράτων τοῦ κριοῦ Luc. — (Гелла) не смогла удержаться за рога барана;ἀ. εἵργεσθαί τινος Plat. — неспособный удержаться от чего-л.2) неспособный совладать, невоздержный, неумеренный(τινος Aesch., Xen., Plat., Arst., Plut., πρός и περί τι Arst., Plut.)
3) несдержанный, разнузданный (sc. ἄνδρες Xen., Arst.: στόμα Arph.)4) непомерный, чрезмерный(δαπάνη Anth.)
-
2 ακρατής
-
3 ἀκρατής
{прил., 1}невоздержанный, неумеренный, неспособный владеть собой, немощный (2Тим. 3:3).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκρατής
-
4 ακρατής
{прил., 1}невоздержанный, неумеренный, неспособный владеть собой, немощный (2Тим. 3:3).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακρατής
-
5 ἀκρατής
невоздержанный, неумеренный, неспособный владеть собой, немощный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκρατής
-
6 ακρατής
[акратис] εκ. неумеренный, несдержанный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακρατής
-
7 ακρατής
[акратис] επ неумеренный, несдержанный. -
8 193
{прил., 1}невоздержанный, неумеренный, неспособный владеть собой, немощный (2Тим. 3:3).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 193
См. также в других словарях:
ἀκρατής — powerless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατής — ές (Α ἀκρατής) (με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος αρχ. 1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος 2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι 3. αυτός που δεν κρατά… … Dictionary of Greek
ακρατής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, άσωτος: Αν δεν ήταν τόσο ακρατής, δε θα χε κι αυτό το τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρατῆ — ἀκρατής powerless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρατής powerless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρατής powerless masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέα — ἀκρατής powerless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀκρατής powerless masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατές — ἀκρατής powerless masc/fem voc sg ἀκρατής powerless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατοῦς — ἀκρατής powerless masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέας — ἀκρατής powerless masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέες — ἀκρατής powerless masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέσι — ἀκρατής powerless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέσιν — ἀκρατής powerless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)