-
1 ακοιτης
-
2 ανατρεχω
(fut. ἀναδραμοῦμαι - в Anth. ἀναδράμομαι)1) бежать наверх, взбегать, бегом взбираться(πρός τι Thuc., Plut., κατά τι Xen. и εἴς τι Arst.)
2) быстро подниматься, вскакивать(ἐκ τῆς κοίτης Her.; ἀπὸ θαλάσσης ἀνέδραμε νέφη Plut.)
3) выскакивать4) (pf.-praes.) подниматься, выситься(ἀναδέδρομε πέτρη Hom.)
5) вырастать(σῖτος ἀνατρέχει Arst.)
βλαστὸς ἐκ τοῦ στελέχεος ἀναδεδραμηκώς Her. — побег, выросший из ствола;ἀναδραμεῖν εἰς τὸ πρῶτον ἀξίωμα Plut. — достигнуть высших почестей6) отбегать назад, поспешно отступатьἀνέδραμε, μίκτο δ΄ ὁμίλῳ Hom. — он отступил и смешался с толпой;
ἀνατρεχούσης εἰς αὑτέν θαλάττης Plut. — во время морского отлива7) возвращаться(ἐπί τι Polyb. и εἴς τι Polyb., Diod.)
εἰς τέν αὑτοῦ φύσιν ἀναδραμεῖν Plut. — вернуться к своим старым привычкам8) пробегать, перен. рассказыватьἀ. τοῖς χρόνοις Polyb. — говорить о прошлом;
ὕμνῳ ἀ. τι Pind. — воспевать что-л.9) исправлять, заглаживать(τέν ἐλάττωσιν Plut., Luc.)
ἀ. ἐπειρῶντο κατὰ δύναμιν Polyb. — они всячески старались загладить свою вину -
3 αρρενοκοιτης
-
4 βλημα
-
5 Βορβοροκοιτης
-
6 δρυοκοιτης
-
7 εμπελαζω
-
8 κοιτη
дор. κοίτα ἥ тж. pl.1) ложе, постель Hom., Trag., Plat.πετρίνη κ. Soph. — каменное ложе (Филоктета);
ἐν πέδῳ κοίτας ἔχειν Eur. (досл. — иметь ложе в поле) спать под открытым небом2) (тж. κ. γαμήλιος Aesch., κοῖται λέκτρων и κ. λεχέων Eur.) брачное ложе NT.3) ночной сон, покойὥρη τῆς κοίτης Her. — время идти ко сну;
τέν σκηνέν εἰς κοίτην διαλύειν Xen. — разойтись и отправиться спать;πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις Aesch. — море в часы полуденного покоя4) гнездо (sc. τῶν πτηνῶν Eur.; sc. τῆς ἀράχνης Arst.)5) ларец; ящик или корзина6) pl. распутство -
9 λεκτρον
τό [λέγω I] тж. pl.1) постель, кровать, ложе Hom. etc.2) (тж. λέκτρων εὐναί Aesch., κοίτης λ. и λέκτρων κοῖται Eur.) брачное ложе, т.е. брачный союз, бракνόθον λ. Eur. — противозаконная связь
-
10 παγκοιτης
-
11 παρακοιτης
-
12 πεδοκοιτης
-
13 πυρικοιτης
-
14 υληκοιτης
-
15 χαμαικοιτης
См. также в других словарях:
κοίτης — κοίτη bedstead fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
γαλλικός — I Ποταμός (75 χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας, ο Εχέδωρος των αρχαίων. Πηγάζει από το όρος Κρούσια, την περιοχή του οποίου αποχετεύει και διαρρέει το ανατολικό τμήμα του νομού Κιλκίς και μέρος του νομού Θεσσαλονίκης. Η λεκάνη απορροής του (996 τ.… … Dictionary of Greek
ευπροσωποκοίτης — εὐπροσωποκοίτης, ὁ (Α) φρ. «τύχαι εὐπροσωποκοῑται» ευνοϊκή τύχη, που έπεσε ευνοϊκά σαν την καλή πλευρά τού ζαριού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ πρόσωπος + κοίτης (< κοίτη «κρεβάτι, ξάπλωμα»), πρβλ. α κοίτης, παρα κοίτης] … Dictionary of Greek
ημεροκοίτης — ἡμεροκοίτης, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμο κοίτης, βορβορο κοίτης] … Dictionary of Greek
κλεψικοίτης — κλεψικοίτης, ὁ (Α) κλεψίγαμος, μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμο κοίτης, χαμαι κοίτης. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… … Dictionary of Greek
μητροκοίτης — μητροκοίτης, ὁ (Α) αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμο κοίτης, δρυο κοίτης] … Dictionary of Greek
χαμαικοίτης — ὁ, Α χαμαιεύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ὀρεσι κοίτης, πεδο κοίτης] … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek