-
1 κοιτη
дор. κοίτα ἥ тж. pl.1) ложе, постель Hom., Trag., Plat.πετρίνη κ. Soph. — каменное ложе (Филоктета);
ἐν πέδῳ κοίτας ἔχειν Eur. (досл. — иметь ложе в поле) спать под открытым небом2) (тж. κ. γαμήλιος Aesch., κοῖται λέκτρων и κ. λεχέων Eur.) брачное ложе NT.3) ночной сон, покойὥρη τῆς κοίτης Her. — время идти ко сну;
τέν σκηνέν εἰς κοίτην διαλύειν Xen. — разойтись и отправиться спать;πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις Aesch. — море в часы полуденного покоя4) гнездо (sc. τῶν πτηνῶν Eur.; sc. τῆς ἀράχνης Arst.)5) ларец; ящик или корзина6) pl. распутство -
2 καρδιά
καρδία η1) сердце (тж. перен.); душа;δουλεύω με όλη μου την καρδιά — вкладывать всю душу в дело;
ανοίγω την καρδιά μου σε κάποιον — открыть своё сердце, излить душу кому-л.;
μου σφίγγεται ( — или σφίγγει, πονεί) η καρδιά — щемит сердце;
ραγίζει η καρδιά μου — сердце моё разрывается;
μου ματώνει η καρδιά — сердце моё обливается кровью;
έχω βάρος στην καρδιά μου — у меня тяжело на сердце;
μίλησε στην καρδιά μας — он нас очень растрогал;
με βαρεία καρδιά — с тяжёлым сердцем;
με ανοιχτή καρδιά — с открытым сердцем, душой;
μιλώ με ανοιχτή καρδιά — говорить от души, искренне;
2) середина, центр;στην καρδ της Αφρικής — в глубине, в центре Африки;
3) сердцевина;η καρδιά τού μήλου (τού καρπουζιού) — сердцевина яблока (арбуза) 4) смелость, отвага;
τό λέει η καρδιά του — он храбрый;
δεν το λέει η καρδιά του — он трус;
έχω καρδιά — быть смелым, отважным;
κάνω καρδιά — а) осмеливаться, набираться смелости; — б) набираться терпения;
δεν έχω καρδιά — быть трусливым, робким;
5) перен. середина, наивысшая точка (чего-л.);στην καρδιά τού χειμώνα — в середине зимы, в разгаре зимы;
§ καθαρή (μεγάλη, καλή) καρδιά — чистое (большое, доброе) сердце;
μαύρη ( — или κακή) καρδιά — а) недоброе, злое сердце; — б) злой, вредный человек;
καρδιά πέτρα — или πέτρινη καρδιά — каменное сердце, чёрствый, жестокий человек;
άνθρωπος χωρίς καρδ — бессердечный человек;
πονετική καρδιά — сострадательный, участливый человек;
λόγια της καρδιας — искренние слова;
ελαφρά τη καρδία — с лёгким сердцем, с чистой совестью;
κάμνω κάη χωρίς καρδιά — делать что-л, неохотно, без души;
τον έχω στην καρδιά μου — я его очень люблю;
μούκανε την καρδιά — он исполнил моё желание;
άνοιξε η καρδιά μου — я очень обрадовался;
μούκανε την καρδιά μου περιβόλι — а) он меня порадовал; — б) ирон. ничего себе, порадовал он меня!;
χάλασε η καρδιά μου — я был огорчён, у меня испортилось настроение;
ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της — я пришёл в себя, оправился от страха;
τό τραβάει η καρδιά μου (σου, του κ.λ.π.) — меня (тебя, его и т. д.) тянет (к чему-л.); — душа просит (чего-л.);
δεν το βαστά η καρδιά μου — а) я этого терпеть не могу; — б) сердце моё этого не выдерживает;
ανακατώνεται η καρδιά μου — меня тошнит;
έχω καρδιά αγκινάρα — флиртовать направо и налево (о женщине);
θα σού φάω την καρδιά — я тебя убью;
με όλη μου την καρδιά — или από καρδίας — или εξ όλης καρδίας — или εκ μέσης καρδίας — от всего сердца, от всей души;
με καθαρή καρδιά — чистосердечно;
με το χέρι στην καρδιά — откровенно, положа руку на сердце;
βαστά καρδιά μου! — мужайся!
См. также в других словарях:
πετρίνη — πέτρινος rocky fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνῃ — πέτρινος rocky fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Telendos — (Τέλενδος) Telendos Gewässer Mittelmeer Inselgruppe … Deutsch Wikipedia
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη … Dictionary of Greek
άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… … Dictionary of Greek
αλαταριά — η [αλάτι] 1. πέτρινη πλάκα, πάνω στην οποία τοποθετούν οι βοσκοί αλάτι ανάμικτο με άλλη τροφή (αλεύρι κ.λπ.) για να φάνε τα πρόβατα και οι κατσίκες 2. η πέτρα, με την οποία τρίβουν το αλάτι … Dictionary of Greek
αντηρίδα — η (AM ἀντηρίς) νεοελλ. 1. δοκός ή άλλη ανάλογη κατασκευή (ξύλινη, πέτρινη, μεταλλική) που χρησιμεύει ως στήριγμα στις εκσκαφές και στην οικοδομική 2. εσωτερικό ενισχυτικό στήριγμα, που προεξέχει από την όψη ενός τοίχου και χρησιμεύει είτε για την … Dictionary of Greek
απίσχνανση — Κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται σημαντική ελάττωση ή και εξαφάνιση του λιπώδους ιστού του ατόμου· συνοδεύεται πάντα από σημαντική απώλεια βάρους. Η α. μπορεί να οφείλεται σε υποσιτισμό (τροφική α.), σε διαταραχές της πέψης και της… … Dictionary of Greek
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek