Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-κατάστᾰτος

См. также в других словарях:

  • καταστατικός — ή, ό (Α καταστατικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση 2. φρ. «καταστατικός χάρτης» ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτι («καταστατικός χάρτης τού ΟΗΕ») 3. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • καταστατό — το (Α καταστατόν) το άμυλο νεοελλ. 1. το αλεύρι που προέρχεται από τον καρπό τού ρυζιού και χρησιμοποιείται για κολλάρισμα υφασμάτων 2. το ρευστό καθίζημα που μένει μετά τον βρασμό 3. η πυτιά τού γιαουρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. τού άχρηστου στα άλλα… …   Dictionary of Greek

  • καταστατό — καταστατό, το και καταστατός, ο 1. το αλεύρι. 2. το αλεύρι από ρύζι, και ειδικά αυτό που χρησιμοποιείται για κολλάρισμα των υφασμάτων. 3. το ρευστό κατακάθι ύστερα από βρασμό, το καταπότι: Καταστατό από κερόπιτα. 4. η πυτιά του γιαουρτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νισεστές — ο (λ. τουρκ.), αμυλάλευρο, αλλ. καταστατός: Κάναμε γλυκό μενισεστέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»