Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νεοκατάστατος

См. также в других словарях:

  • νεοκατάστατος — νεοκατάστατος, ον (Α) 1. αυτός που εγκαταστάθηκε πρόσφατα κάπου («διὰ παντὸς ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», Θουκ.) 2. αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καθίσταμαι] …   Dictionary of Greek

  • νεοκατάστατος — newly settled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκατάστατον — νεοκατάστατος newly settled masc/fem acc sg νεοκατάστατος newly settled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκαταστάτοις — νεοκατάστατος newly settled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκαταστάτους — νεοκατάστατος newly settled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»