-
1 εὐ-κατά-ψευστος
εὐ-κατά-ψευστος, wogegen leicht zu lügen ist, Strab. I, 2, 19.
-
2 ἀ-κατά-ψευστος
ἀ-κατά-ψευστος, nicht erlogen, Her. 4, 191.
-
3 ἀ-κατά-ψαυστος
ἀ-κατά-ψαυστος, nicht zu berühren, bei Her. f. L. für - ψευστος, w. m. s.
-
4 καταψευστος
-
5 ἀκατάψευστος
-
6 εὐκατάψευστος
См. также в других словарях:
ευκατάψευστος — εὐκατάψευστος, ον (Α) αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να πει εύκολα ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ψευστος (< κατα ψεύδομαι), πρβλ. α κατά ψευστος] … Dictionary of Greek