-
1 καταψευστος
-
2 κατάψευστα
κατάψευστοςneut nom /voc /acc pl -
3 ακαταψευστος
См. также в других словарях:
κατάψευστα — κατάψευστος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταψευστος
2 κατάψευστα
3 ακαταψευστος
κατάψευστα — κατάψευστος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)