-
1 ἀ-καλλ-ώπιστος
ἀ-καλλ-ώπιστος, ungeschmückt, Plut. Pyth. or. 6; κόμη Luc. Pisc. 12; πόϑος Strat. 34 (XII, 192).
-
2 ἀκαλλώπιστος
См. также в других словарях:
ευκαλλώπιστος — εὐκαλλώπιστος, ον (Α) ωραία καλλωπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καλλ ώπιστος (< καλλ ωπίζω), πρβλ. α καλλ ώπιστος] … Dictionary of Greek