-
1 αδοκητος
21) неожиданный, непредвиденный(χάρις Soph., Eur.; ξυμφορά Thuc.)
2) не ожидающий, не ожидавший Pind. -
2 προσδοκητος
2ожидаемый, предполагаемый
См. также в других словарях:
ευπροσδόκητος — εὐπροσδόκητος, ον (ΑΜ) αυτός που προσδοκάται ευχάριστα, που αναμένεται ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ δοκώ (πρβλ. α προσ δόκητος)] … Dictionary of Greek