-
1 αδοκητος
21) неожиданный, непредвиденный(χάρις Soph., Eur.; ξυμφορά Thuc.)
2) не ожидающий, не ожидавший Pind. -
2 αδόκητος
ος, ον неожиданный, внезапный, непредвиденный; скоропостижный (о смерти) -
3 συγκυρεω
(aor. συνεκύρησα и συνέκυρσα)1) сталкиваться(ὁδῷ ἐνί Hom.)
2) (случайно) встречаться(νέες, συνεκύρεον Her.)
3) попадать(ся), оказыватьсяεἰς ἓν μοίρας συγκῦρσαι Eur. — оказаться в таком же положении;
ἄναυδον τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ Soph. — безропотно покориться этой (своей) судьбе4) приключаться, случатьсяτὰ τοῖς Μεταποντίνοις συγκυρήσαντα Her. — то, что случилось у метапонтинцев;
πόθεν μοι συνέκυρσ΄ ἀδόκητος ἡδονά ; Eur. — откуда явилось мне (это) неожиданное блаженство?;τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Her. — возникшая к лакедемонянам вражда5) прилегать, примыкать, граничить(ταύταις ταῖς χώραις Polyb.; πρὸς τὸ ἱερόν Plut.)
См. также в других словарях:
ἀδόκητος — unexpected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδόκητος — η, ο (Α ἀδόκητος, ον) [δοκῶ] απροσδόκητος, απρόσμενος, ανέλπιστος, αιφνίδιος («ἀδόκητος θάνατος») αρχ. 1. φρ. το «ἀδόκητον καὶ δοκέοντα» τού Πινδάρου μερικοί εξηγούν ή «τον άδοξο και ένδοξο» ή «αυτόν που δεν προσδοκά και αυτόν που προσδοκά» 2.… … Dictionary of Greek
αδόκητος — η, ο επίρρ. α απροσδόκητος: Η συμφορά που τους βρήκε ήταν αδόκητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδοκητότερον — ἀδόκητος unexpected adverbial comp ἀδόκητος unexpected masc acc comp sg ἀδόκητος unexpected neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοκητότατον — ἀδόκητος unexpected masc acc superl sg ἀδόκητος unexpected neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοκήτως — ἀδόκητος unexpected adverbial ἀδόκητος unexpected masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόκητον — ἀδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοκήτοις — ἀδόκητος unexpected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοκήτου — ἀδόκητος unexpected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοκήτους — ἀδόκητος unexpected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοκήτων — ἀδόκητος unexpected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)