-
1 αρθρωτός
η, όν1) сочленённый; 2) сборный (мост и т. я.) -
2 εὐ-δι-άρθρωτος
εὐ-δι-άρθρωτος, gut vergliedert, gut verbunden, Eust.
-
3 ἀ-δι-άρθρωτος
ἀ-δι-άρθρωτος, ungegliedert, nicht ausgebildet, Arist. H. A. 2, 1, ἀδιαρϑρωτότερα, wo vor Bekker ἀδιαρϑρότερα stand; πόδες Ael. H. A. 16, 20; (eigtl. von der Aussprache) undeutlich, λόγος ἀτελὴς καὶ ἀδ. Plut. Is. et Os. 48.
-
4 σύνδεσμος
ο1) связывающий элемент, связующее звено;σύνδεσμοι σιδηροδρομικών ράβδων — рельсовые скрепления;
2) общество, союз;ο έλληνο-σοβιετικός σύνδεσμος — общество греко-советской дружбы;
3) узы;σύνδεσμος φιλίας — узы дружбы;
4) связь, соединение;σύνδεσμος αρθρωτός — карданное соединение; — б) связь, взаимодействие; — контакт;
στενός σύνδεσμος — тесное взаимодействие;
διατηρώ σύνδεσμο — поддерживать связь;
6) грам, союз;7) анат. связка, сухожилие; 9) воен, связной; посыльный -
5 ἀδιάρθρωτος
ἀδι-άρθρωτος, ον,3 of literary style, disjointed,ἀ. ἐν σχήμασι Hermog.Id.2.11
.IV Adv. - τως without distinction, Gal.16.240, cf. Alex.Aphr.in Metaph. 61.4, Plot 3.8.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάρθρωτος
-
6 ἀδιάρθρωτος
ἀ-δι-άρθρωτος, ungegliedert, nicht ausgebildet; (eigentl. von der Aussprache) undeutlich, unartikuliert -
7 εὐδιάρθρωτος
εὐ-δι-άρθρωτος, gut vergliedert, gut verbunden
См. также в других словарях:
αρθρωτός — ή, ό αυτός που συνδέεται με αρθρώσεις, ο έναρθρος … Dictionary of Greek
αρθρωτός — ή, ό αυτός που έχει αρθρώσεις: Αυτή η γέφυρα δεν είναι μονοκόμματη, αλλά αρθρωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έναρθρος — η, ο (AM ἔναρθρος, ον) 1. (για φωνή, λόγο κ.λπ.) αυτός που παράγεται από καθαρή σύναψη τών φθόγγων 2. γραμμ. ο γραμματικός τύπος που εκφέρεται με άρθρο («έναρθρο απαρέμφατο, μετοχή» κ.λπ.) νεοελλ. αρθρωτός, αυτός που έχει τα μέλη του συναρμοσμένα … Dictionary of Greek
βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… … Dictionary of Greek
γομφώδης — γομφώδης, ες (AM) μσν. αυτός που μοιάζει με γόμφο, με καρφί αρχ. στερεωμένος με γόμφους, αρθρωτός … Dictionary of Greek
διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με … Dictionary of Greek
ονυχάρθρωτος — η, ο φρ. «ονυχάρθρωτη άγκυρα» ναυτ. άγκυρα τής οποίας οι βραχίονες είναι συνδεδεμένοι με αυτήν και κινούνται γύρω από άξονα υπό ορισμένη γωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνυχας (Ι) + αρθρωτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
καλαμαριίδες ή καλαμιτίδες — Οικογένεια παλαιοφύτων της τάξης των εκουιζετωδών, απολιθώματα των οποίων βρίσκονται στα τελματώδη εδάφη του μέσου και ανώτερου παλαιοζωικού αιώνα στη νότια Αφρική, στην Αμερική, στην Κίνα, στην Ευρώπη και στη Ρωσία. Ο κορμός τους, που μπορούσε… … Dictionary of Greek
έναρθρος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει άρθρα (βλ. λ.), δηλ. μέλη που συνδέονται με αρθρώσεις, αρθρωτός: Έναρθρη σύνδεση μηχανισμού. 2. που παράγεται με άρθρωση, με ευδιάκριτη σύναψη των φθόγγων. 3. που εκφέρεται με το άρθρο: Έναρθρο κατηγορούμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)