-
1 шарнирный
αρθρωτός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шарнирный
-
2 eklemli
αρθρωτός -
3 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта
-
4 палец
1. тех. о πείρος, η περόνη 2. анат. το δάκτυλοбезымянный - παράμεσο -, ο δα-κτυλίτηςуказательный - ο λιχανός, ο δείκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > палец
-
5 тумблер
ο αρθρωτός διακόπτης, ο διακόπτης αλερετούρ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тумблер
-
6 jointed
1) (having (especially movable) joints: a jointed doll.) αρθρωτός2) ((of an animal etc for cooking) divided into joints or pieces: a jointed chicken.) κομματιασμένος -
7 разводной
επ.αρθρωτός, αρμολογητός, που ανοιγοκλείνει.
См. также в других словарях:
αρθρωτός — ή, ό αυτός που συνδέεται με αρθρώσεις, ο έναρθρος … Dictionary of Greek
αρθρωτός — ή, ό αυτός που έχει αρθρώσεις: Αυτή η γέφυρα δεν είναι μονοκόμματη, αλλά αρθρωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έναρθρος — η, ο (AM ἔναρθρος, ον) 1. (για φωνή, λόγο κ.λπ.) αυτός που παράγεται από καθαρή σύναψη τών φθόγγων 2. γραμμ. ο γραμματικός τύπος που εκφέρεται με άρθρο («έναρθρο απαρέμφατο, μετοχή» κ.λπ.) νεοελλ. αρθρωτός, αυτός που έχει τα μέλη του συναρμοσμένα … Dictionary of Greek
βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… … Dictionary of Greek
γομφώδης — γομφώδης, ες (AM) μσν. αυτός που μοιάζει με γόμφο, με καρφί αρχ. στερεωμένος με γόμφους, αρθρωτός … Dictionary of Greek
διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με … Dictionary of Greek
ονυχάρθρωτος — η, ο φρ. «ονυχάρθρωτη άγκυρα» ναυτ. άγκυρα τής οποίας οι βραχίονες είναι συνδεδεμένοι με αυτήν και κινούνται γύρω από άξονα υπό ορισμένη γωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνυχας (Ι) + αρθρωτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
καλαμαριίδες ή καλαμιτίδες — Οικογένεια παλαιοφύτων της τάξης των εκουιζετωδών, απολιθώματα των οποίων βρίσκονται στα τελματώδη εδάφη του μέσου και ανώτερου παλαιοζωικού αιώνα στη νότια Αφρική, στην Αμερική, στην Κίνα, στην Ευρώπη και στη Ρωσία. Ο κορμός τους, που μπορούσε… … Dictionary of Greek
έναρθρος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει άρθρα (βλ. λ.), δηλ. μέλη που συνδέονται με αρθρώσεις, αρθρωτός: Έναρθρη σύνδεση μηχανισμού. 2. που παράγεται με άρθρωση, με ευδιάκριτη σύναψη των φθόγγων. 3. που εκφέρεται με το άρθρο: Έναρθρο κατηγορούμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)