-
1 διοριστός
η, ό назначенный (на должность) -
2 αδιοριστος
-
3 δυσδιοριστος
-
4 ευδιοριστος
См. также в других словарях:
διοριστός — ή, ό διορισμένος … Dictionary of Greek
1 διοριστός
2 αδιοριστος
3 δυσδιοριστος
4 ευδιοριστος
διοριστός — ή, ό διορισμένος … Dictionary of Greek