-
1 ευδιοριστος
См. также в других словарях:
ευδιόριστος — εὐδιόριστος, ον (Α) 1. αυτός που ορίζεται εύκολα 2. αυτός που διακρίνεται εύκολα … Dictionary of Greek
εὐδιόριστος — easy to define masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιορίστως — εὐδιόριστος easy to define adverbial εὐδιόριστος easy to define masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιόριστον — εὐδιόριστος easy to define masc/fem acc sg εὐδιόριστος easy to define neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)