Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐδιόριστος

См. также в других словарях:

  • ευδιόριστος — εὐδιόριστος, ον (Α) 1. αυτός που ορίζεται εύκολα 2. αυτός που διακρίνεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • εὐδιόριστος — easy to define masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιορίστως — εὐδιόριστος easy to define adverbial εὐδιόριστος easy to define masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιόριστον — εὐδιόριστος easy to define masc/fem acc sg εὐδιόριστος easy to define neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»