-
1 αδιαβλητος
21) недоступный клевете, безукоризненный, безупречный(ἕξις Plat.; φιλία Arst.)
οἱ τοῖς βίοις ἀδιάβλητοι Plut. — люди безупречной жизни2) не внемлющий клеветеτὸ οὖς καθαρὸν φυλάττεσθαι καὴ ἀδιάβλητον Plut. — не слушать клеветы (досл. сохранять ухо чистым и недоступным клевете)
-
2 ευδιαβλητος
См. также в других словарях:
διαβλητός — ή, ό αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι ή που περιέχει λάθη: Η πράξη σου είναι διαβλητή (αντίθ. αδιάβλητος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάβλητος — η, ο (Α ἀδιάβλητος, ον) 1. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν συκοφαντήθηκε 2. που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβάλλει, απρόσβλητος από συκοφαντίες, ακατηγόρητος ανεπίληπτος αρχ. αυτός που δεν δίνει προσοχή στις συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + … Dictionary of Greek
Ζαριφόπουλος — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Πάτρα. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα και ήταν έμπορος στην Οδησσό. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και επέστρεψε στη γενέτειρά του με σκοπό να την προετοιμάσει για τον ξεσηκωμό. Όταν… … Dictionary of Greek