-
1 διανοητος
-
2 αδιανοητος
21) непостижимый, непонятный(ἀ. καὴ ἄρρητος Plat.; παράδειγμα Plut.)
2) непонятливый, неразумный (sc. ἄνθρωπος Arst.)
См. также в других словарях:
διανοητός — that which is masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητός — ή, ό (Α διανοητός, ή, όν) [διανοούμαι] νοητός, αντιληπτός … Dictionary of Greek
διανοητόν — διανοητός that which is masc acc sg διανοητός that which is neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητοῖς — διανοητός that which is masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητῆς — διανοητός that which is fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητή — διανοητός that which is fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητῶς — διανοητός that which is adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητῷ — διανοητός that which is masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητά — διανοητά̱ , διανοητής one who thinks masc nom/voc/acc dual διανοητής one who thinks masc voc sg διανοητής one who thinks masc nom sg (epic) διανοητός that which is neut nom/voc/acc pl διανοητά̱ , διανοητός that which is fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητῶν — διανοητής one who thinks masc gen pl διανοητός that which is fem gen pl διανοητός that which is masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιανόητος — εὐδιανόητος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο εύκολα καταλαβαίνει, κατανοεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διανοητός (< διανοούμαι)] … Dictionary of Greek