Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-διανόητος

См. также в других словарях:

  • διανοητός — that which is masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητός — ή, ό (Α διανοητός, ή, όν) [διανοούμαι] νοητός, αντιληπτός …   Dictionary of Greek

  • διανοητόν — διανοητός that which is masc acc sg διανοητός that which is neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητοῖς — διανοητός that which is masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητῆς — διανοητός that which is fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητή — διανοητός that which is fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητῶς — διανοητός that which is adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητῷ — διανοητός that which is masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητά — διανοητά̱ , διανοητής one who thinks masc nom/voc/acc dual διανοητής one who thinks masc voc sg διανοητής one who thinks masc nom sg (epic) διανοητός that which is neut nom/voc/acc pl διανοητά̱ , διανοητός that which is fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοητῶν — διανοητής one who thinks masc gen pl διανοητός that which is fem gen pl διανοητός that which is masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιανόητος — εὐδιανόητος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο εύκολα καταλαβαίνει, κατανοεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διανοητός (< διανοούμαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»