Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀδιανόητος

См. также в других словарях:

  • ἀδιανόητος — unintelligible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιανόητος — η, ο (Α ἀδιανόητος, ον) αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος αρχ. 1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται 2. μωρός, ανόητος 3. απερίσκεπτος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αδιανόητος — η, ο ακατανόητος: Βρίσκει αδιανόητο να στερηθεί την απόλαυση που του προσφέρει το διάβασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιανοητότερον — ἀδιανόητος unintelligible adverbial comp ἀδιανόητος unintelligible masc acc comp sg ἀδιανόητος unintelligible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιανοήτως — ἀδιανόητος unintelligible adverbial ἀδιανόητος unintelligible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιανόητον — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem acc sg ἀδιανόητος unintelligible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιανοήτοις — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιανοήτου — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιανοήτους — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιανοήτων — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιανόητα — ἀδιανόητος unintelligible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»