-
1 αδιανοητος
21) непостижимый, непонятный(ἀ. καὴ ἄρρητος Plat.; παράδειγμα Plut.)
2) непонятливый, неразумный (sc. ἄνθρωπος Arst.) -
2 αδιανόητος
η, ο [ος, ον ]1) немыслимый, невероятный; 2) непонятный, непостижимый -
3 αρρητος
2, редко(Eur.) 3
1) не сказанный(ἔπος Hom.; λόγοι Soph.)
ἄρρητόν τι φυλάσσεσθαι Soph. — обходить что-л. молчанием2) безвестный(ἄνδρες Hes.)
3) невыразимый(ἀδιανόητος καὴ ἄ. Plat.)
4) неизреченный, т.е. священный, заповедный(ἱρά Her.; σφάγια Eur.)
5) которому нет названия, т.е. ужасный(δεῖπνα Soph.; λώβη Eur.)
ἄρρητ΄ ἀρρήτων Soph. — неслыханно ужасные преступления6) неудобосказуемый, т.е. постыдный, позорный(ῥητὰ καὴ ἄρρητα ὀνομάζειν Dem.; ἀνόσιος καὴ ἄ. Plut.)
7) мат. иррациональный(ῥητὰ καὴ ἄρρητα Plat.)
См. также в других словарях:
ἀδιανόητος — unintelligible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιανόητος — η, ο (Α ἀδιανόητος, ον) αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος αρχ. 1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται 2. μωρός, ανόητος 3. απερίσκεπτος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αδιανόητος — η, ο ακατανόητος: Βρίσκει αδιανόητο να στερηθεί την απόλαυση που του προσφέρει το διάβασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιανοητότερον — ἀδιανόητος unintelligible adverbial comp ἀδιανόητος unintelligible masc acc comp sg ἀδιανόητος unintelligible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανοήτως — ἀδιανόητος unintelligible adverbial ἀδιανόητος unintelligible masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανόητον — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem acc sg ἀδιανόητος unintelligible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανοήτοις — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανοήτου — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανοήτους — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανοήτων — ἀδιανόητος unintelligible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιανόητα — ἀδιανόητος unintelligible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)