-
1 αγυμναστος
21) не упражнявшийся, необученный, не приобретший навыковτοῖς σώμασιν ἀγύμναστοι Plut. — физически не закаленные;σώματος ἀ. ἕξις Plut. — отсутствие физической закаленности2) неизмученный, неизнуренныйοὐκ ἀ. πλάνοις Eur. — измученный странствиями;
οὐκ ἀγύμναστον ἐᾶν τινα Soph. — не оставлять в покое кого-л. -
2 πολυγυμναστος
См. также в других словарях:
πολυγύμναστος — ον, Α 1. ο πολύ γυμνασμένος, πολύ εξασκημένος 2. (κατ επέκτ.) ο πολύπειρος («ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν» μεγάλης ποικιλίας και πολύπειρο κακό [δηλαδή η γυναίκα], Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύμναστος (< γυμνάζω), πρβλ. α… … Dictionary of Greek