Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-γύμναστος

См. также в других словарях:

  • πολυγύμναστος — ον, Α 1. ο πολύ γυμνασμένος, πολύ εξασκημένος 2. (κατ επέκτ.) ο πολύπειρος («ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν» μεγάλης ποικιλίας και πολύπειρο κακό [δηλαδή η γυναίκα], Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύμναστος (< γυμνάζω), πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»