-
1 αγυμναστος
21) не упражнявшийся, необученный, не приобретший навыковτοῖς σώμασιν ἀγύμναστοι Plut. — физически не закаленные;σώματος ἀ. ἕξις Plut. — отсутствие физической закаленности2) неизмученный, неизнуренныйοὐκ ἀ. πλάνοις Eur. — измученный странствиями;
οὐκ ἀγύμναστον ἐᾶν τινα Soph. — не оставлять в покое кого-л. -
2 αγύμναστος
η, ο [ος, ον ]1) нетренированный; 2) не прошедший военного обучения; 3) неопытный, неумелый -
3 αγύμναστος
[агимнастос] επ нетренированный. -
4 ατριπτος
См. также в других словарях:
ἀγύμναστος — unexercised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγύμναστος — η, ο (Α ἀγύμναστος, ον) 1. αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, ανάσκητος, απαίδευτος 2. αδέξιος, άπειρος, αμαθής νεοελλ. (Στρατ.) αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ή δεν συμπλήρωσε ακόμη τη βασική στρατιωτική του… … Dictionary of Greek
αγύμναστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σωματικά: Το σώμα του φαίνεται που είναι αγύμναστο. 2. έφεδρος που δεν έχει εκπαιδευτεί στρατιωτικά: Κλήθηκαν για εκγύμναση οι αγύμναστοι δύο κλάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγυμναστοτέρων — ἀγύμναστος unexercised fem gen comp pl ἀγύμναστος unexercised masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμνάστως — ἀγύμναστος unexercised adverbial ἀγύμναστος unexercised masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγύμναστον — ἀγύμναστος unexercised masc/fem acc sg ἀγύμναστος unexercised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστοτάτους — ἀγύμναστος unexercised masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστοτέροις — ἀγύμναστος unexercised masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστοτέρους — ἀγύμναστος unexercised masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστότεροι — ἀγύμναστος unexercised masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμνάστοις — ἀγύμναστος unexercised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)