-
1 γεννητος
дор. γεννᾱτός 31) рожденный(θεοί Plut.)
; перен. смертный(γ. καὴ ἐπίγειος Luc.)
2) природный, родной(εἴτε γ. εἴτε ποιητὸς υἱός Plat.)
3) рождающийся, возникающий(αἴτια γεννητὰ καὴ φθαρτά Arst.)
-
2 γεννητός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γεννητός
-
3 γεννητός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γεννητός
-
4 γεννητός
η, ό[ν]1) рождённый; 2) см. γεννητάτος; 3) рождающийся, возникающий; порождённый, возникший -
5 γεννητός
рожденный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γεννητός
-
6 γεννατος
-
7 αγεννητος
21) не родившийся (еще) на свет Soph.2) филос. нерожденный, несотворенный, т.е. не имеющий начала(εἶδος Plat.; θεός Plut.)
3) безродный, низкого происхождения, незнатный Soph. -
8 αρτιγεννητος
-
9 αυτογεννητος
-
10 γενητος
-
11 νεικεογεννητος
-
12 υψιγεννητος
-
13 1084
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1084
См. также в других словарях:
γεννητός — γεννητός, ή, όν (AM) [γεννώ] αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα τής Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῑς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῡ Βαπτιστοῡ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε… … Dictionary of Greek
γεννητός — begotten masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητόν — γεννητός begotten masc acc sg γεννητός begotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητοῖς — γεννητός begotten masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητοί — γεννητός begotten masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητούς — γεννητός begotten masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῆς — γεννητός begotten fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητή — γεννητός begotten fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῶς — γεννητός begotten adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῷ — γεννητός begotten masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλογέννητος — κοχλογέννητος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο γέννητος, πορφυρο γέννητος] … Dictionary of Greek