Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀγέννητος

См. также в других словарях:

  • ἀγέννητος — unbegotten masc nom sg ἀγέννητος unbegotten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγέννητος — και γος, η, ο (Α ἀγέννητος, ον) αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει νεοελλ. 1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος 2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη 3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητος α) ο διάβολος β) πανούργος, πονηρός άνθρωπος αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • αγέννητος, -η — ο 1. αυτός που δε γεννήθηκε: Την εποχή που λες, εγώ ήμουν αγέννητος. 2. αυτός που δε γέννησε: Οι προβατίνες, ακόμη αγέννητες, δεν είχαν γάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγεννήτω — ἀγέννητος unbegotten masc/neut nom/voc/acc dual ἀγέννητος unbegotten masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεννήτως — ἀγέννητος unbegotten adverbial ἀγέννητος unbegotten masc acc pl (doric) ἀγέννητος unbegotten adverbial ἀγέννητος unbegotten masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέννητον — ἀγέννητος unbegotten masc acc sg ἀγέννητος unbegotten neut nom/voc/acc sg ἀγέννητος unbegotten masc/fem acc sg ἀγέννητος unbegotten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεννήτων — ἀγέννητος unbegotten fem gen pl ἀγέννητος unbegotten masc/neut gen pl ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεννήτοις — ἀγέννητος unbegotten masc/neut dat pl ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεννήτου — ἀγέννητος unbegotten masc/neut gen sg ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεννήτους — ἀγέννητος unbegotten masc acc pl ἀγέννητος unbegotten masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεννήτῳ — ἀγέννητος unbegotten masc/neut dat sg ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»