-
1 αγεννητος
21) не родившийся (еще) на свет Soph.2) филос. нерожденный, несотворенный, т.е. не имеющий начала(εἶδος Plat.; θεός Plut.)
3) безродный, низкого происхождения, незнатный Soph. -
2 αγέννητος
η, ο [ος, ον ]1) нерождённый; неродившийся; 2):αγέννητη — нерожавшая; — неродившая
-
3 αγέννητος
[агеннитос] εκ. нерожденный, несозданный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγέννητος
-
4 αγέννητος
[агеннитос] επ нерожденный, несозданный. -
5 αγεννατω
-
6 αγέννηγος
η, ο см. αγέννητος -
7 აგენნიტოს
აუგებელი, ანუ აუშობელი, Άγέννητος, нерождаемый (нерожденный).Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > აგენნიტოს
См. также в других словарях:
ἀγέννητος — unbegotten masc nom sg ἀγέννητος unbegotten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέννητος — και γος, η, ο (Α ἀγέννητος, ον) αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει νεοελλ. 1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος 2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη 3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητος α) ο διάβολος β) πανούργος, πονηρός άνθρωπος αρχ. 1 … Dictionary of Greek
αγέννητος, -η — ο 1. αυτός που δε γεννήθηκε: Την εποχή που λες, εγώ ήμουν αγέννητος. 2. αυτός που δε γέννησε: Οι προβατίνες, ακόμη αγέννητες, δεν είχαν γάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγεννήτω — ἀγέννητος unbegotten masc/neut nom/voc/acc dual ἀγέννητος unbegotten masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεννήτως — ἀγέννητος unbegotten adverbial ἀγέννητος unbegotten masc acc pl (doric) ἀγέννητος unbegotten adverbial ἀγέννητος unbegotten masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέννητον — ἀγέννητος unbegotten masc acc sg ἀγέννητος unbegotten neut nom/voc/acc sg ἀγέννητος unbegotten masc/fem acc sg ἀγέννητος unbegotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεννήτων — ἀγέννητος unbegotten fem gen pl ἀγέννητος unbegotten masc/neut gen pl ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεννήτοις — ἀγέννητος unbegotten masc/neut dat pl ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεννήτου — ἀγέννητος unbegotten masc/neut gen sg ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεννήτους — ἀγέννητος unbegotten masc acc pl ἀγέννητος unbegotten masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεννήτῳ — ἀγέννητος unbegotten masc/neut dat sg ἀγέννητος unbegotten masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)