Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀ-βούλητος

См. также в других словарях:

  • βουλητός — βουλητός, ή, όν (AM) [βούλομαι] εκείνος τον οποίο θέλει ή πρέπει να θέλει κάποιος μσν. το ουδ. ως ουσ. βουλητόν, το σύσκεψη αρχ. βουλητόν, το το αντικείμενο της βούλησης …   Dictionary of Greek

  • βουλητός — that is masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλητά — βουλητός that is neut nom/voc/acc pl βουλητά̱ , βουλητός that is fem nom/voc/acc dual βουλητά̱ , βουλητός that is fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλητῶν — βουλητός that is fem gen pl βουλητός that is masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλητόν — βουλητός that is masc acc sg βουλητός that is neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλητον — βούλητος masc/fem acc sg βούλητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουληταί — βουλητός that is fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλητοῖς — βουλητός that is masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλητοῦ — βουλητός that is masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλητήν — βουλητός that is fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλητῶς — βουλητός that is adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»