-
1 βουλητός
βουλητός, gewollt, τὸ βουλητόν τε καὶ ἑκούσιον Plat. Legg. V, 733 d; vgl. Arist. Eth. 3, 5.
-
2 βουλητός
-
3 θεο-βούλητος
θεο-βούλητος, von Gott gewollt, bestimmt, K. S.
-
4 αὐτο-βούλητος
αὐτο-βούλητος, = folgdm; auch adv., Gramm.
-
5 ἀ-προ-βούλητος
ἀ-προ-βούλητος, dasselbe, Schol. Ar. Tb. 588.
-
6 ἀ-βούλητος
ἀ-βούλητος, unfreiwillig, neben ἀκούσιον dem βουλητόν u. ἑκούσιον entgegengesetzt Plat. Leaa. V, 733 d; oft bei Plut. (opp. προαίρετος); auch vom menschlichen Willen unabhängig, zufällig, ἀβ. καὶ τυχηρά Plut. ad. et am. 9. – Bei Sρ gew. unerwünscht, unerfreulich, πράγματα ἀβ., res adversae; ἄν τι γένηται τῶν λεγομένων ἀβουλήτων Enict. 3, 24, 104. – Adv., ὑπ' ὀργῆς ἀβουλήτως γιγνόμενον Plut. Hymp. 2, 4, 4.
-
7 ἀβουλής
-
8 ἀβούλητος
-
9 ἀπροβούλευτος
ἀ-προ-βούλευτος, ἀ-προ-βούλητος, nicht vorbedacht, nicht überlegt, unabsichtlich; was nicht vorher vom Senat durch ein προβούλευμα gebilligt ist -
10 ἀπροβούλητος
ἀ-προ-βούλευτος, ἀ-προ-βούλητος, nicht vorbedacht, nicht überlegt, unabsichtlich; was nicht vorher vom Senat durch ein προβούλευμα gebilligt ist -
11 αὐτόβουλος
αὐτό-βουλος, αὐτο-βούλητος, aus eigenem Willen, eigenmächtig -
12 αὐτοβούλητος
αὐτό-βουλος, αὐτο-βούλητος, aus eigenem Willen, eigenmächtig -
13 θεοβούλητος
θεο-βούλητος, von Gott gewollt, bestimmt
См. также в других словарях:
βουλητός — βουλητός, ή, όν (AM) [βούλομαι] εκείνος τον οποίο θέλει ή πρέπει να θέλει κάποιος μσν. το ουδ. ως ουσ. βουλητόν, το σύσκεψη αρχ. βουλητόν, το το αντικείμενο της βούλησης … Dictionary of Greek
βουλητός — that is masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλητά — βουλητός that is neut nom/voc/acc pl βουλητά̱ , βουλητός that is fem nom/voc/acc dual βουλητά̱ , βουλητός that is fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλητῶν — βουλητός that is fem gen pl βουλητός that is masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλητόν — βουλητός that is masc acc sg βουλητός that is neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλητον — βούλητος masc/fem acc sg βούλητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουληταί — βουλητός that is fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλητοῖς — βουλητός that is masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλητοῦ — βουλητός that is masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλητήν — βουλητός that is fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλητῶς — βουλητός that is adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)