Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-βίαστος

См. также в других словарях:

  • βιαστός — ή, ό (Α βιαστός, ή, όν) [βιάζομαι] αυτός που έγινε με τη βία …   Dictionary of Greek

  • βιαστοί — βιαστός violent masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστή — βιαστός violent fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστῶν — βιαστής masc gen pl βιαστός violent fem gen pl βιαστός violent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιασταῖς — βιαστής masc dat pl βιαστός violent fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιασταί — βιαστής masc nom/voc pl βιαστός violent fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστοῦ — βιαστής masc gen sg βιαστός violent masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστάς — βιαστά̱ς , βιαστής masc acc pl βιαστά̱ς , βιαστής masc nom sg (epic doric aeolic) βιαστά̱ς , βιαστός violent fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστήν — βιαστής masc acc sg (attic epic ionic) βιαστός violent fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»