-
1 βιαστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιαστός
-
2 δυς-εκ-βίαστος
δυς-εκ-βίαστος, dem man schwer etwas entreißen kann, Plut. Ages. 2 u. öfter; übh = unbezwinglich.
-
3 ἀ-κατα-βίαστος
ἀ-κατα-βίαστος, ungezwungen, Sp.
-
4 ἀν-εκ-βίαστος
ἀν-εκ-βίαστος, unbezwinglich, εἱμαρμένη Plut. Stoic. repugn. 46.
-
5 ἀ-βίαστος
-
6 βιαστοί
βιαστόςviolent: masc nom /voc pl -
7 βιαστή
βιαστόςviolent: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 βιαστών
-
9 βιαστῶν
-
10 αβιαστος
2невынуждаемый, не подвергающийся внешнему насилию, свободный от воздействия внешних сил Plat., Plut. -
11 βιασταίς
-
12 βιασταῖς
-
13 βιασταί
βιαστήςmasc nom /voc plβιαστόςviolent: fem nom /voc pl -
14 βιαστού
-
15 βιαστοῦ
-
16 βιαστάς
βιαστά̱ς, βιαστήςmasc acc plβιαστά̱ς, βιαστήςmasc nom sg (epic doric aeolic)βιαστά̱ς, βιαστόςviolent: fem acc pl -
17 βιαστήν
βιαστήςmasc acc sg (attic epic ionic)βιαστόςviolent: fem acc sg (attic epic ionic) -
18 δυσεκβίαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεκβίαστος
-
19 ἀνεκβίαστος
ἀνεκ-βίαστος, ον,A not to be overpowered, Chrysipp.Stoic.2.64, v.l. in Gell.1.2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεκβίαστος
-
20 ἀβίαστος
ἀ-βίαστος, nicht gezwungen, ungezwungen, freiwillig
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βιαστός — ή, ό (Α βιαστός, ή, όν) [βιάζομαι] αυτός που έγινε με τη βία … Dictionary of Greek
βιαστοί — βιαστός violent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστή — βιαστός violent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστῶν — βιαστής masc gen pl βιαστός violent fem gen pl βιαστός violent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιασταῖς — βιαστής masc dat pl βιαστός violent fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιασταί — βιαστής masc nom/voc pl βιαστός violent fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστοῦ — βιαστής masc gen sg βιαστός violent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστάς — βιαστά̱ς , βιαστής masc acc pl βιαστά̱ς , βιαστής masc nom sg (epic doric aeolic) βιαστά̱ς , βιαστός violent fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστήν — βιαστής masc acc sg (attic epic ionic) βιαστός violent fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)