1 αιθεος
Древнегреческо-русский словарь > αιθεος
2 ἀΐθεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀΐθεος
3 ηιθεος
(παῖς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > ηιθεος
αΐθεος — ἀίθεος δωρικός τύπος τού ἠίθεος … Dictionary of Greek