-
1 αίζηλος
-
2 ἀίζηλος
-
3 ἀίζηλος
-
4 αιζηλος
-
5 ἀΐζηλος
ἀΐζηλος, ον,A = ἀΐδηλος, unseen, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός v.l. (prob. Aristarch.) in Il.2.318.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀΐζηλος
-
6 ἀίζηλος
ἀίζηλος: unseen; τὸν μὲν ( δράκοντα) ἀίζηλον θῆκεν θεός, ‘put out of sight,’ Il. 2.318† (v. l. ἀρίζηλον).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀίζηλος
-
7 αίζηλον
-
8 ἀίζηλον
-
9 ἀρί-ζηλος
ἀρί-ζηλος, 1) = ἀρίδηλος, sehr deutlich; fem. ἀριζήλη φωνή Iliad. 18, 219. 221; ἀρίζηλοι αὐγαί 13, 244. 22, 27; ἀμφὶς ἀριζήλω 18, 519; advb. ἀριζήλως Od. 12, 453; v. l. Iliad. 2, 318 τὸν μὲν ἀρίζηλον ϑῆκεν ϑεός, daneben die Lesarten ἀρίδηλον, ἀίζηλον, ἀίδηλον, s. Scholl. Aristonic., Apoll. Lex. 16, 28, Buttmann Lexik. 1 S. 247, u. vgl. ἀίδηλος u. ἀίζηλος; – ἀστήρ Pind. Ol. 2, 61. – 2) sehr beneidet, beneidenswerth, glücklich, Hes. O. 6 Theocr. 17, 57 Callim. ep. 16 (V, 146) Mel. 1 (IV. 1).
См. также в других словарях:
αΐζηλος — ἀίζηλος, ον (Α) ο αΐδηλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀίδηλος με τροπή τού δ σε ζ πρβλ. επίσης ἀρίδηλος ἀρίζηλος] … Dictionary of Greek
ἀίζηλος — unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίζηλον — ἀίζηλος unseen masc/fem acc sg ἀίζηλος unseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)