-
1 αίζηλος
-
2 ἀίζηλος
-
3 ἀΐζηλος
ἀΐζηλος, ον,A = ἀΐδηλος, unseen, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός v.l. (prob. Aristarch.) in Il.2.318.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀΐζηλος
-
4 ἀίζηλος
ἀίζηλος: unseen; τὸν μὲν ( δράκοντα) ἀίζηλον θῆκεν θεός, ‘put out of sight,’ Il. 2.318† (v. l. ἀρίζηλον).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀίζηλος
-
5 αίζηλον
-
6 ἀίζηλον
См. также в других словарях:
αΐζηλος — ἀίζηλος, ον (Α) ο αΐδηλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀίδηλος με τροπή τού δ σε ζ πρβλ. επίσης ἀρίδηλος ἀρίζηλος] … Dictionary of Greek
ἀίζηλος — unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίζηλον — ἀίζηλος unseen masc/fem acc sg ἀίζηλος unseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)