-
1 αέτωμα
-
2 ἀέτωμα
-
3 ἀέτωμα
-
4 αέτωμα
gableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αέτωμα
-
5 σῑγαλόεις
σῑγαλόειςGrammatical information: adj.Meaning: ep. adjunct of ἡνία, χιτών, εἵματα, θρόνος a. o., approx. `brilliant, gleaming' (Hom.), later of ἀμύγδαλα, μνία (Hermipp., Numen. ap. Ath.).Derivatives: Besides νεο-σίγαλος `with a new brilliance' ( τρόπος; Pi.), which may have been built to σιγαλόεις after the pattern of παιπαλόεις: πολυ-παίπαλος a. o. (Leumann Hom. Wörter 214 n. 8). Denom. verb σιγαλόω `to smoothen, to polish' (Apollon. Lex. s. σιγαλόεντα, sch. Pi.); σιγάλωμα n. `polishing tools of a cobbler' (Apollon. ibd., H. s. σιγαλόεν), also `border, edging of a pelt' (H.: τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις); beside it with loss of the γ (Schwyzer 209) σιάλωμα `iron mountings of a roman longshield' (Plb. 6, 23, 4; H.). The ep. adj. resembles the also epic αἰθαλόεις, ὀμφαλόεις a. o. The technical expression σιγάλωμα, which belongs stilistically to a quite diff. category and as opposed to νεο-σίγαλος cannot be explained from σιγαλόεις, can be derived from σιγαλόω (if this is not a construction of grammarians) but also be an enlargement of a subst. *σίγαλος (cf. e.g. ἀέτωμα to ἀετός).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The ep. adj. resembles the also epic αἰθαλόεις, ὀμφαλόεις a. o. The technical expression σιγάλωμα, which belongs stilistically to a quite diff. category and as opposed to νεο-σίγαλος cannot be explained from σιγαλόεις, can be derived from σιγαλόω (if this is not a construction of grammarians) but also be an enlargement of a subst. *σίγαλος (cf. e.g. ἀέτωμα to ἀετός). -- Etymolog. unclear. After Brugmann IF 39, 143 f. to γελεῖν λάμπειν a. cogn. (s. γαλήνη) with enforcing σῐ- (s. Σίσυφος; σῑ- metr. lengthening); a diff. supposition on σι- in Hofmann Et. Wb. s. v. Diff. Bechtel Lex. s. v.; by Brugmann l. c. rightly rejected. Older attempts in Bq. See also Szemerényi, Studia Pagliaro 3, 243-5.Page in Frisk: 2,701-702Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῑγαλόεις
-
6 αετώματα
-
7 ἀετώματα
-
8 αετώματι
-
9 ἀετώματι
-
10 αετώματος
-
11 ἀετώματος
-
12 αἰετός
αἰετός (-ός, -οῦ, -όν; -οί, -ῶν)1 eaglea lit.,εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός P. 1.6
θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50
χρυσέων Διὸς αἰετῶν πάρεδρος ἱέρεα P. 4.4
θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο (sc. Ἀρκεσίλας.) P. 5.112ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῤόμβον ἴσχει I. 4.47
πέμψεν θεὸς ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
b pediment = ἀέτωμα, cf. O. 13.21 χρύσεαι δ' ἕξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (v. 1. ἀετοῦ. of the third temple of Apollo at Delphi.) Pae. 8.70c test. v. ὀμφαλός fr. 54. -
13 βασιλεύς
βᾰςῐλεύς (βασιλεύς, -ῆος, -έι, -εῖ, -ῆι, -ῆα, -έ(α), -εῦ; -έες, -ῆες, -εῦσι(ν), - ῆας) of gods or men,1 king δεσπόταν, Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα Hieron O. 1.23τὸ δ' ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι O. 1.114
βασιλεὺς δ' ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα Aipytos O. 6.47 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί the family of Epharmostos of Opus O. 9.56 ξεναπάτας Ἐπειῶν βασιλεὺς Augeas O. 10.35 “εὕδεις, Αἰολίδα βασιλεῦ;” Bellerophon O. 13.67 Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον Deinomenes P. 1.60 ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν sc. of Aitna P. 1.68ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.14
ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας P. 3.27
ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς Hieron P. 3.70 Κρονοῦ παῖδας βασιλῆας ἴδον i. e. the gods P. 3.94 παρ' ἀνδρὶ φίλῳ εὐίππου βασιλῆι Κυράνας Arkesilas P. 4.2σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ P. 4.62
βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας P. 4.181
“βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναός” Jason P. 4.229 βασιλεύς ἐσσι μεγαλᾶν πολίων (post ἐσσί distinxit Rose: i. e. Arkesilas) P. 5.15 ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί the dead kings of Cyrene P. 5.97 βασιλεὺς Γιγάντων Porphyrion P. 8.17 Ὑψέος εὐρυβία, ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦνβασιλεύς P. 9.14
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ the gods N. 4.67ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς N. 5.35
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει N. 7.82
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος Aiakos N. 8.7ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
Ζηνί τε ἅδον βασιλέι I. 8.18
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 3. ] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῇος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά (βασιλῆ[ος] ὃς etiam possis: i. e. Laomedon) fr. 140a. 56 (30). ] βασιλη fr. 215c. 4. met., Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (τὸν αἰετόν· φησὶ δὲ τὸ κατὰ τοὺς ναοὺς τῶν θεῶν ἀέτωμα. Σ.) O. 13.21
См. также в других словарях:
αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… … Dictionary of Greek
αέτωμα — το, ατος το τριγωνικό επιστέγασμα των στενών πλευρών του αρχαίου ναού: Στο αέτωμα υπάρχουν συνήθως γλυπτές παραστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀέτωμα — ἀ̱έτωμα , ἀέτωμα gable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭТОМА — • Άέτωμα или Άετός, см. Templum, Храм, 6 … Реальный словарь классических древностей
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κέρκυρας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας εγκαινιάστηκε το 1967, σ’ ένα όμορφο κτίριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε μεταξύ του 1962 και 1965 (Βράιλα 1). Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στο νησί των Φαιάκων. Στα μέσα της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Τεγέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας χτίστηκε στις αρχές του 20ού αι. στο χωριό Αλέα. Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από τα νεολιθικά έως και τα βυζαντινά χρόνια. Τα πρωιμότερα ευρήματα που εκτίθενται στο μουσείο προέρχονται από τις περιοχές… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αφαίας — Η επίσκεψη σε έναν από τους ομορφότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, που είναι το ιερό της Αφαίας –της κόρης του Δία που κρύφτηκε στην Αίγινα καταδιωκόμενη από τον ερωτευμένο με αυτήν Μίνωα– θα ήταν καλό να αρχίσει από αυτό το μικρό… … Dictionary of Greek