-
1 Βασιλή
-
2 Βασιλῆ
-
3 Βασιλή'
Βασιλῆα, Βασιλίςqueen: fem acc sg (epic)Βασιλῆι, Βασιλίςqueen: fem dat sg (epic)Βασιλῆε, Βασιλίςqueen: fem nom /voc /acc dual (epic) -
4 Βασιλῆ'
Βασιλῆα, Βασιλίςqueen: fem acc sg (epic)Βασιλῆι, Βασιλίςqueen: fem dat sg (epic)Βασιλῆε, Βασιλίςqueen: fem nom /voc /acc dual (epic) -
5 βασιλή
-
6 βασιλῆ
-
7 βασιλή'
βασιλῆα, βασιλεύςking: masc acc sg (epic ionic)βασιλῆι, βασιλεύςking: masc dat sg (epic ionic)βασιλῆε, βασιλεύςking: masc nom /voc /acc dual (epic ionic) -
8 βασιλῆ'
βασιλῆα, βασιλεύςking: masc acc sg (epic ionic)βασιλῆι, βασιλεύςking: masc dat sg (epic ionic)βασιλῆε, βασιλεύςking: masc nom /voc /acc dual (epic ionic) -
9 βασίλη
βασίληqueen: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 βασίλη
-
11 βασιλέων
βασίληqueen: fem gen pl (epic ionic)βασιλεύςking: masc gen plβασιλέω̆ν, βασιλεύςking: masc gen pl -
12 βασίλης
βασίληqueen: fem gen sg (attic epic ionic) -
13 βασιλεύς
βᾰςῐλεύς (βασιλεύς, -ῆος, -έι, -εῖ, -ῆι, -ῆα, -έ(α), -εῦ; -έες, -ῆες, -εῦσι(ν), - ῆας) of gods or men,1 king δεσπόταν, Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα Hieron O. 1.23τὸ δ' ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι O. 1.114
βασιλεὺς δ' ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα Aipytos O. 6.47 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί the family of Epharmostos of Opus O. 9.56 ξεναπάτας Ἐπειῶν βασιλεὺς Augeas O. 10.35 “εὕδεις, Αἰολίδα βασιλεῦ;” Bellerophon O. 13.67 Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον Deinomenes P. 1.60 ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν sc. of Aitna P. 1.68ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.14
ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας P. 3.27
ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς Hieron P. 3.70 Κρονοῦ παῖδας βασιλῆας ἴδον i. e. the gods P. 3.94 παρ' ἀνδρὶ φίλῳ εὐίππου βασιλῆι Κυράνας Arkesilas P. 4.2σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ P. 4.62
βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας P. 4.181
“βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναός” Jason P. 4.229 βασιλεύς ἐσσι μεγαλᾶν πολίων (post ἐσσί distinxit Rose: i. e. Arkesilas) P. 5.15 ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί the dead kings of Cyrene P. 5.97 βασιλεὺς Γιγάντων Porphyrion P. 8.17 Ὑψέος εὐρυβία, ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦνβασιλεύς P. 9.14
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ the gods N. 4.67ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς N. 5.35
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει N. 7.82
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος Aiakos N. 8.7ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
Ζηνί τε ἅδον βασιλέι I. 8.18
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 3. ] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῇος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά (βασιλῆ[ος] ὃς etiam possis: i. e. Laomedon) fr. 140a. 56 (30). ] βασιλη fr. 215c. 4. met., Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (τὸν αἰετόν· φησὶ δὲ τὸ κατὰ τοὺς ναοὺς τῶν θεῶν ἀέτωμα. Σ.) O. 13.21 -
14 βασιλάν
-
15 βασιλᾶν
-
16 βασίλαι
βασίλᾱͅ, βασίληqueen: fem dat sg (doric aeolic) -
17 φθίω
φθίω, ἔφθιον, each once in Hom. (v. infr. 1.2), the common [tense] pres. being [full] φθίνω, Od.5.161, al. (also [full] φθινύθω, q. v.): [tense] impf.Aἔφθῐνον Hdt.3.29
, Pl.Ti. 77a: [tense] fut. and [tense] aor. φθ (ε) ίσω, e)/fq (e) ισα and ἔφθῐσα (v. infr. 11): [tense] pf. ἔφθῐκα v. l. in Dsc.Praef.6 (cf. φθινάω), ([etym.] ἀπ-) Them.Or.28.341d:—[voice] Med. and [voice] Pass. (in same sense), [tense] fut. φθίσομαι (leg. φθείσομαι, in view of φθείσω, v. infr. 11) Il.11.821 ( φθειται PGen. (ii B. C.)), 19.329, 24.86 (v.l.), Od.13.384: [tense] aor. 1 φθίσασθαι ([etym.] ἀπο-) Q.S. 14.545: [ per.] 3pl. [tense] aor. [voice] Pass. ἔφθῐθεν, v. ἀποφθίνω: [tense] aor. 2ἐφθίμην, ἔφθῐσο A.Th. 971
(lyr.);ἔφθῐτο Il.18.100
, Thgn.1141 (nisi leg. ἔφθιται), A.Eu. 458, S.OT 962, E.Alc. 414 (lyr.); [ per.] 3pl.ἐφθίατο Il.1.251
; imper. [ per.] 3sg. φθίσθω ([etym.] ἀπο-) 8.429; [dialect] Ep. subj.φθίεται 20.173
,φθιόμεσθα 14.87
; opt. φθίμην ([etym.] ἀπο-) Od.10.51, φθῖτο ([etym.] φθῖτ') 11.330 (the v.l. φθεῖτ' is incorrect); inf.φθίσθαι Il.9.246
, 13.667, Od.14.117, 15.354, ([etym.] κατα-) 2.183 (always with incorrect v. l. φθεῖσθαι); part. φθίμενος, v. infr. 1.2: rare in [tense] pf.,ἔφθιται Od.20.340
, [ per.] 3pl.ἐξ-έφθινται A.Pers. 679
(lyr.). [Hom. has [pron. full] ῑ in φθίῃς (infr.1.2), [pron. full] ῐ in ἔφθιεν (infr.), φθιόμεσθα, φθίεται: [pron. full] ῑ always in [tense] fut. and [tense] aor. φθίσω, φθίσομαι, ἔφθισα (sed v. infr. 11), cf. φθῑσήνωρ, φθῑσίμβροτος (qq. v.): [pron. full] ῐ always in [tense] aor. and [tense] pf. [voice] Pass. (v. supr.), exc. in opt. (v. supr.):—Hom. also uses [pron. full] ῑ in φθίνω (prob. fr. Φθῐ-νϝω, cf. φθίνυθω ) whereas [pron. full] ῐ always in φθῐνω in Pi. and Trag., who use [pron. full] ῐ even in ἔφθισα, v. infr. 11.] (Cf. ψίνω, ψινάς, ψίσις: φθῐ- and ψῐ- correspond to Skt. k[snull ]i-, [tense] pres. k[snull ]iṇā´ti, k[snull ]iṇóti, 'he destroys', [voice] Pass. K[snull ][imacracute]yante 'they perish', ák[snull ]itas ( = ἄφθιτος) 'imperishable', [tense] fut. stem k[snull ]e[snull ]ya- ( = φθεισο-), [tense] aor. stem k[snull ]e[snull ]- (= φθεις-).)I decay, wane, of Time, πρίν κεν νὺξ φθῖτο (opt. [tense] aor. ) first would the night be come to an end, Od.11.330:τῆς νῦν φθιμένης νυκτός S.Aj. 141
(anap.); in this sense mostly in [tense] pres. φθίνω, φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα they wane or pass away, Od.11.183, etc.; μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω let not thy life be wasted, 5.161: esp.b of the moon, wane, [σελήνη] αὐξανομένη καὶ φθίνουσα Arist.Cael. 291b20
; hence, in monthly reckoning, μηνῶν φθινόντων in the moon's wane, i.e. towards the month's end, 10.470, etc.; later, μὴν φθίνων, the last decad, IG12.298.17, 328.13, Th.5.54, etc.; opp. ἱστάμενος (ἵστημι B. 111.4
), μεσῶν, but in Hom., the second half of the month ([etym.] τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο), Od.14.162, 19.307.c of the stars, decline, set, A.Ag.7 (prob. interpol.).2 of persons, waste away, pine, perish,ὥς κε δόλῳ φθίῃς Od.2.368
(perh. [tense] aor. subj. with [pron. full] ῑ metri grat.); ἤτοι ὁ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν was wasting away in mind, Il.18.446 (perh. trans., causing his heart to pine; prob. [tense] impf., but possibly [tense] aor.);φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ E.Alc. 203
; ; οἱ φθίνοντες consumptive people, Hp.Aph.3.10, cf. Epid.1.24.b of life, strength, etc.,οὐ φθίνει ἀρετά Pi.P.1.94
;φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς φ. δὲ σώματος S.OC 610
, cf. OT 665 (lyr.);ὕβρις.. ἀνθεῖ τε καὶ πάλιν φ. Id.Fr. 786
;ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν Id.Tr. 548
;τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει E.Fr.415.5
, cf. Pl.Phd. 71b, Ti. 81b, etc.; c. dat. modi,πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν.., φθίνουσα δ' ἀγέλαις S.OT25
; of things, fade away, disappear,ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φ. καὶ ψῇ Id.Tr. 677
;τὸ σῶμα φθίνει Hp.Loc.Hom.24
; metaph., (lyr.), cf. Ant. 1013:—[voice] Pass.,αὐτὸς φθίεται Il.20.173
, cf. 14.87; more freq. in [tense] fut. and [tense] aor., ἤδη φθ<ε> ίσονται 11.821, cf. 19.329, Od.13.384;τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Il.18.100
; ;νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φθίσθαι 13.667
; ; πρὸς φίλου ἔφθισο wast slain by.., A.Th. 971 (lyr.), cf. E.Med. 1414 (anap.): freq. in part. φθίμενος, slain, dead, Od.11.558, al.;χερσὶν ὑπ' Ἀργείων φθίμενος Il.8.359
;ἐν πολέμῳ φθίμενον IG12
. 976; φθίμενοι the dead,φθιμένοισι μετείην Od.24.436
; πενθήσει βασιλῆ φ. Orac. ap. Hdt.7.220, cf. Euph.21;φθιμένων ζῳῶν τε φωτῶν Pi.I. 4(3).10(28)
, cf. B.5.83;φθιμένοισιν A.Th. 732
(lyr.); , cf. Ant. 836 (anap.);μηδέτιν' εἰπεῖν.. φθιμένων E.Hec. 137
(anap.): less freq. c. Art. (cf. φθιτός), τὸν φθίμενον A.Th. 336
(lyr., codd.);τῶν φ. Id.Ag. 1023
(lyr.);τῶν πρότερον φ. Id.Ch. 403
(anap.); φ. δέμας, σῶμα, mortal, IG9(1).882.9,12 (Corc.); Φθιμένη Perishing, personified as a goddess,Φυσώ τε Φ. τε Emp. 123.1
: rare in Prose,τοῖς φθιμένοις X.Cyr.8.7.18
.II Causal, in [tense] fut. φθ (ε) ίσω, [tense] aor. 1 ἔφθ (ε) ισα (usu. written φθίσω, ἔφθισα in codd., but correctly φθεισαν (Od.20.67 ) in PHib.1.23 (iii B. C.), φθείσει (Il.6.407) in cod. A and Et.Gen.cod.B (Miller Mélanges 300)), cause to decay or pine away, consume, destroy,φθ (ε) ίσει σε τὸ σὸν μένος Il.6.407
; τὸν Πάτροκλος ἔμελλε φθ (ε) ίσειν 16.461, cf. 22.61; ; ; τόν ἔθελον φθ (ε) ῖσαι ib. 428;τοκῆας.. φθ (ε) ῖσαν θεοί 20.67
: rare in Trag. (only lyr., and in the form ἔφθῐσα), Μοίρας φθίσας A.Eu. 173
;τὸν.. ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ S.OT 202
; ap. D.L.8.23; νῦν σε μοῖρα.. φθίνει, φθίνει dub. in S.El. 1414 (lyr., fort. σοι).
См. также в других словарях:
βασίλη — queen fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βασιλῆ — Βασιλίς queen fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλῆ — βασιλεύς king masc acc sg βασιλεύς king masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βασιλῆ' — Βασιλῆα , Βασιλίς queen fem acc sg (epic) Βασιλῆι , Βασιλίς queen fem dat sg (epic) Βασιλῆε , Βασιλίς queen fem nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλῆ' — βασιλῆα , βασιλεύς king masc acc sg (epic ionic) βασιλῆι , βασιλεύς king masc dat sg (epic ionic) βασιλῆε , βασιλεύς king masc nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Άνδρου) — Το μουσείο κόσμημα της Xώρας της Άνδρου, γενέτειρας του Bασίλη Γουλανδρή, εγκαινιάστηκε το 1979, για να στεγάσει ένα μέρος της συλλογής του Iδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή καθώς και μια σειρά έργων του Aνδριώτη γλύπτη Mιχάλη Tόμπρου, τα… … Dictionary of Greek
βασιλᾶν — βασίλη queen fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλέων — βασίλη queen fem gen pl (epic ionic) βασιλεύς king masc gen pl βασιλέω̆ν , βασιλεύς king masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλης — βασίλη queen fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Θεατρικό Αθηνών — Το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου ιδρύθηκε το 1938 από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Το μουσείο, που αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων του κέντρου, στεγάζεται στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων… … Dictionary of Greek