-
1 αἶψα
Grammatical information: adv.Meaning: `quickly, suddenly' (Il.)Derivatives: αἰψηρός `quick' (Il.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Sommer IF 11, 243 connected the word with αἰπύς (`steep', q.v.) as *αἰπ-σ-α; rather with Fur. 158 as a substr. word with lab. \/ ψ. Frisk added: "Hierher wohl auch αἴφνης aus *αἰπ-σ-νᾱ-ς." Fur. further connects ἐξαίφνης. ἐξαπίνης, ἄφαρ, ἄφνω; see Beekes, Pre-Greek.Page in Frisk: 1,48Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἶψα
-
2 εὐρύς
εὐρύς, εῖα, ύ, ion. fem. εὐρέα, Her. 1, 178, mit kurzem α, Theocr. 7, 78; acc. sing. dei Hom. neben εὐρύν auch εὐρέα in der Vrbdg εὐρέα πόντον u. κόλπον, Il. 6, 291. 18, 140. 21, 125; zweier Endg., μεγάλαι τε καὶ εὐρέες νῆσοι, Antiphil. 28 (IX, 413), wie εὐρέος αἴης Opp. Cyn. 3, 321 u. χϑονὸς εὐρέος Asius bei Ath. XII, 525 f; weit, geräumig, bes. οὐρανός, πόντος, νῶτα ϑαλάσσης, Hom., u. von Ländern, wie Τροία, Λυκία u. ä., ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα Il. 23, 258; ἄρουρα 18, 542; στρατός 4, 76, wie Hes. O. 244; εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσϑαι, breiter, Il. 3, 194; εὐρέες ὦμοι Od. 18, 68; εὐρεῖα σχεδίη 5, 163; τεῖχος Il. 12, 5; κλέος, weit verbreitetes Gerücht, Od. 23, 137, wie Pind. Ol. 11, 99, der auch das neutr. adv. braucht, εὐρὺ ἀνάσσων, weithin herrschend, Ol. 13, 23; ῥέων, s. das Vorige; εὐρείαις ἐν αὔραις Aesch. Suppl. 850; εὐρέϊ πόντῳ Soph. Tr. 114; εὐρείας φάρ υγγος, vom Kyklopen, Eur. Cycl. 355; κόϑορνοι εὐρέες Her. 6, 125; Ggstz στενός, Plat. Legg. V, 737 a; εὐρύτεραι φλέβες Tim. 66 d; Xen. An. 4, 5, 25, u. einzeln, doch selten, bei andern Prosaikern, wie Luc. Tim. 18; – εὐρυτέρως ἔχειν Ar. Lys. 419. – Bei Hom. schrieb Zenodot für οὐρανὸν εὐρύν mehrfach οὐρανὸν αἰπ ύν, s. Lehrz Aristarch. ed..2 p. 165.
-
3 αἰ-πόλος
αἰ-πόλος (für αἰγο-πόλος, anders Plat. Cratyl. 408 c), ὁ, Ziegenhirt, Hom. nur αἰπόλοι ἄνδρες Il. 2, 474, αἰπόλος ἀνήρ 4, 275, Μελάνϑιος (-ον) αἰπόλος (-ον) αἰγῶν Od. 17, 247. 369. 20, 173. 21, 175. 265. 22, 135. 142. 161. 182; ποιμὴν αἰπ. Cratin. (11, 182); sp. D., wie Theocr. 1, 1.
-
4 πρόρρησις
A prediction, prognosis, Hp.Prog.15(pl.), D.S.12.36, Plot.3.1.2, AP11.382.21 (Agath.).2 proclamation,ἐκ προρρήσεως πολεμεῖν D.9.13
; αἱπ. public notices, as in case of trials for murder, Antipho 5.88,6.6, Pl.Lg. 873b; τὴν π. προαγορεύων ib. 871c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόρρησις
-
5 ἀειπάρθενος
ἀει-πάρθενος, ἡ,A ever a virgin, Sapph.96 (in [dialect] Aeol. form ἀϊπ-); of the Vestals,αἱἱέρειαι αἱ ἀειπ. D.C. 56.5
, cf. 59.3.2 in Pythag. language, of the number 7 (as being neither factor nor multiple of any number up to 10), Ph.1.46; of the Sabbath, ib. 497.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειπάρθενος
См. также в других словарях:
αίφνης — επίρρ. (Α αἴφνης) ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως νεοελλ. απροσδόκητα, ανέλπιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή τού συνθ. εξ αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα… … Dictionary of Greek
αίψα — αἶψα επίρρ. (Α) 1. αμέσως, γρήγορα, ευθύς 2. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από τ. *αἰπ σ ӑ, που σημασιολογικά (γρήγορος, απότομος, ξαφνικός) και μορφολογικά συνδέεται πιθ. με τη ρίζα τών λ. αἶπος*, αἰπὺς* (πρβλ. και το επίρρ.… … Dictionary of Greek
αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… … Dictionary of Greek
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek