Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀχνάσδημι

См. также в других словарях:

  • αχνάζω — ἀχνάζω, (αιολ. τ.) ἀχνάσδημι (Α) είμαι δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάσδημι αποτελεί παραλλαγή του τ. αχνάζω, το οποίο προήλθε από μεταπλασμό, κατά τα σε άζω, του *άχνημι, *άχναμαι. Οι ενεστωτικοί αυτοί τ. ανήκουν στην ομάδα των άχνυμαι, άχομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»