Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀχθηδών

См. также в других словарях:

  • αχθηδών — ἀχθηδών ( ονος), η (Α) 1. βάρος, φορτίο 2. θλίψη, ενόχληση, ταλαιπωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος ή < άχθομαι + δων , επίθημα με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν ασθένεια, άλγος, οδύνη πρβλ. ακεχηδών «λύπη» (Ησύχ.), αλγηδών, μελεδών] …   Dictionary of Greek

  • ἀχθηδών — weight fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόνα — ἀχθηδών weight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόνας — ἀχθηδών weight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόνι — ἀχθηδών weight fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόνος — ἀχθηδών weight fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόνων — ἀχθηδών weight fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόσι — ἀχθηδών weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχθηδόσιν — ἀχθηδών weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACEDIA — Graec. Α᾿κηδἰα, in genere, tristitia, molestia, anxietas, vel taedium, Ugutio, ἠ ῤαθυμία, ἀχθηδων`, λυμή, Suidae: In specie Cassiano de Coenob. Instit. l. 10. c. 1. et Collat. 5. c. 2. 9. taedium est et anxietas cordis, quae insestat Anachoretas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»