-
1 εσμος
ἑσμός, ἐσμόςὅ1) рой(μελισσέων Her. и μελιττῶ Xen., Arst., Plut.; σκωλήκων Plut.)
σφῆκες ξυλλεγέντες καθ ἑσμούς Arph. — осы, собирающиеся роями2) стая(πελειάδων Aesch.)
3) толпа(γυναικῶν Arph.)
4) изобилие, множествоἑσμοὴ γάλακτος Eur. — (целые) потоки молока;
ἐ. νούσων Aesch. — туча (всяческих) болезней;ἐ. λόγων Plat. — словесный поток -
2 εσμος...
ἐσμός...ἑσμός, ἐσμόςὅ1) рой(μελισσέων Her. и μελιττῶ Xen., Arst., Plut.; σκωλήκων Plut.)
σφῆκες ξυλλεγέντες καθ ἑσμούς Arph. — осы, собирающиеся роями2) стая(πελειάδων Aesch.)
3) толпа(γυναικῶν Arph.)
4) изобилие, множествоἑσμοὴ γάλακτος Eur. — (целые) потоки молока;
ἐ. νούσων Aesch. — туча (всяческих) болезней;ἐ. λόγων Plat. — словесный поток -
3 εσμός
ο гурьба, ватага; рой; стая;εσμός παιδίων — ватага ребят
-
4 αρσενοπληθης
-
5 ατερπης
21) безрадостный, печальный(χῶρος Hom.; πέτρα Aesch.; λόγοι Eur.)
2) неприятный(ἐς ἀκρόασιν Thuc.; θεᾶσθαι Xen.; ὀρχηστής Plut.)
3) мучительный, жестокий(λιμός Hom.; νούσων ἑσμός Aesch.)
-
6 αφεσμος
-
7 βομβητης
-
8 θεσμος
дор. τεθμός ὅ, поэт. pl. θεσμά τά1) древнее установление, освященный древностью или священный закон(εἰρήνης θεσμοί HH.; θ. πάτριος Her., Plut.; θεῖος Eur.; ἀρχαῖος Arph.; ἱερός Plut.; οἱ τῶν θεῶν θεσμοί Xen., Arst.)
λέκτροιο θ. Hom. — закон супружества, т.е. брак;2) положение, закон, правило Soph., Plat.θ. πυρός Aesch. — закон о сигнальных огнях
3) напев(ὕμνου Pind.; Κύπριδος Aesch. - v. l. ἑσμός)
4) клад, сокровище Anacr. -
9 κηροπλαστεω
См. также в других словарях:
ἐσμός — ἑσμός that which settles masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσμός — that which settles masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσμός — (I) ο (AM ἑσμός) 1. (για μέλισσες ή σφήκες) σμήνος 2. πλήθος, αγέλη, ομάδα («ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν», Αριστοφ. «ο εσμός τών αιχμαλώτων», Βιζυην.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. έζομαι, ενώ πιο πειστική είναι η ερμηνεία τής λ. από σύνθετο ε… … Dictionary of Greek
εσμός — ο πλήθος πυκνό, σμάρι, σμήνος: Εσμός μελισσών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐσμοῖσι — ἑσμός that which settles masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμοί — ἑσμός that which settles masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμοῦ — ἑσμός that which settles masc gen sg (ionic) σμόω imperf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμούς — ἑσμός that which settles masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμῶν — ἑσμός that which settles masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμῷ — ἑσμός that which settles masc dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμόν — ἑσμός that which settles masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)