-
1 αφεσμος
-
2 αφεσις
- εως ἥ1) бросание, метание(βελῶν Plut.)
2) выпускание(ἵππων Diod.)
3) извержение, испускание(ὕδατος, σπέρματος Arst.)
4) отпускание, освобождение(πλοίων Dem.; αἰχμαλώτων Polyb.; τῆς στρατείας Plut.)
5) ( о животных) разрешение от бремени Arst.6) отпущение, прощение(φόνου Plat.; ὀφλημάτων Dem.)
7) расторжение брака, уведомление о разводе(πέμψαι τέν ἄφεσίν τινι Plut.)
8) Arst. = ἀφεσμός См. αφεσμος
См. также в других словарях:
αφεσμός — ἀφεσμός, ο (Α) το νέο σμήνος μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + εσμός «σμήνος μελισσών», με επίδραση της λ. άφεσις] … Dictionary of Greek
ἀφεσμός — swarm of bees masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεσμόν — ἀφεσμός swarm of bees masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… … Dictionary of Greek