-
1 ἀφόμοιος
ἀφόμοι-ος, ον,A unlike, Dsc.5.102:—but,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφόμοιος
-
2 ἀφομοιόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφομοιόω
-
3 ἀφομοίωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφομοίωμα
-
4 ἀφομοιωματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφομοιωματικός
-
5 ἀφομοίωσις
A making like, comparison,τὰς ἀ. ποιεῖσθαι Plu.2.988d
, Iamb.Myst.1.11; representation of..,ἐπ' ἀφομοιώσει τῶν ἐμφάσεων Phld.Po.2.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφομοίωσις
-
6 ἀφομοιωτέον
A one must compare, Thphr.HP1.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφομοιωτέον
-
7 ἀφομοιωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφομοιωτικός
-
8 усвояемость
-и θ. (γραπ. λόγος) αφομοι-ωτικότητα.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий