1 αφιππια
Древнегреческо-русский словарь > αφιππια
αφιππία — ἀφιππία, η (Α) [άφιππος] αδεξιότητα στην ιππασία … Dictionary of Greek
ἀφιππίαν — ἀφιππίᾱν , ἀφιππία awkwardness in riding fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)