Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀφιλοσόφητος

См. также в других словарях:

  • ἀφιλοσόφητος — not versed in philosophy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφιλοσόφητος — η, ο (AM ἀφιλοσόφητος, ον) αυτός που δεν έχει ασκηθεί στη φιλοσοφία, που δεν κατέχει τη φιλοσοφία νεοελλ. 1. εκείνος που δεν εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων 2. (για πράξη) που γίνεται δίχως περίσκεψη μσν. ο χωρίς φιλοσοφική σπουδαιότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • αφιλοσόφητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει φιλοσοφική μόρφωση, ο άμοιρος φιλοσοφίας: Στη δουλειά του μπορεί να ναι καλός, γενικότερα όμως είναι αφιλοσόφητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφιλοσόφητον — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem acc sg ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοσοφήτοις — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοσόφητοι — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»