-
1 αφιλοσοφήτοις
-
2 ἀφιλοσοφήτοις
См. также в других словарях:
ἀφιλοσοφήτοις — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αφιλοσοφήτοις
2 ἀφιλοσοφήτοις
ἀφιλοσοφήτοις — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)