Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀφικνούμεθα

См. также в других словарях:

  • ἀφικνούμεθα — ἀ̱φικνούμεθα , ἀφικνέομαι arrive at imperf ind mp 1st pl (attic epic doric aeolic) ἀφικνέομαι arrive at pres ind mp 1st pl (attic epic doric aeolic) ἀφῑκνούμεθα , ἀφικνέομαι arrive at imperf ind mp 1st pl (attic epic doric) ἀφικνέομαι arrive at… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»