Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀυσταλέος

См. также в других словарях:

  • αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… …   Dictionary of Greek

  • αὐσταλέος — dried up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυσταλέος — αὐσταλέος dried up masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέα — αὐσταλέος dried up neut nom/voc/acc pl αὐσταλέᾱ , αὐσταλέος dried up fem nom/voc/acc dual αὐσταλέᾱ , αὐσταλέος dried up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέον — αὐσταλέος dried up masc acc sg αὐσταλέος dried up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέης — αὐσταλέος dried up fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέοι — αὐσταλέος dried up masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέου — αὐσταλέος dried up masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέους — αὐσταλέος dried up masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέῳ — αὐσταλέος dried up masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυσταλέη — αὐσταλέος dried up fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»